Τα ανέκδοτα ποιήματα του Κωστή Παλαμά, δημοσίευσε η ΝΈΑ ΕΣΤΙΑ τα Χριστούγεννα του 1943 για το αναμνηστικό τεύχος (397) που εξέδωσε για τον ποιητή. Έχουν αντιγραφεί από σχεδιάσματα, γραμμένα με το μολύβι που βρέθηκαν στα χειρόγραφα του ποιητή. Το ποίημα “ Η αγάπη και ο ποιητής” είναι γραμμένο από το Κωστή Παλαμά το 1908 και το άλλο που σας παρουσιάζω υπό τον τίτλο “ Σου φέρνω τα παθητικά” είναι γραμμένο το 1916, ενώ το αμέσως επόμενο “Μια πασκαλιά σ’ αγάπησε” είναι γραμμένο το 1918. Όταν τα έγραψε ήταν τότε στην ηλικία των 25 ετών, των 33 ετών, 35 ετών αντίστοιχα.
Το φθινόπωρο του 1883, ο Κωστής Παλαμάς είχε τελειώσει το Γυμνάσιο στη Ζάκυνθο και 16 χρονών ήλθε στην Αθήνα να γραφτεί στο Πανεπιστήμιο. Σκοπός του, ήταν να σπουδάσει μια οποιαδήποτε επιστήμη, ίσως και δύο αλλά να επιδοθεί ήθελε και στη λογοτεχνία να γράψει και να δημοσιεύσει τα διηγήματά του, τα μυθιστορήματα του και τα ποιήματα σε περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία.
Ο Κωστής Παλαμάς μας άφησε ένα πλούσιο έργο όχι μόνο για τη ποίηση του και όλα του τα λογοτεχνήματα αλλά και για τη πορεία του, την ακμή του, την ποιητική του. Από παιδί από τα μαθητικά του χρόνια έγραφε!
Ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει στην εξιστόρηση της ζωής του, για την εποχή του τα παρακάτω:
“Είχα γράψει κιόλα κάμποσα απ’ τα μαθητικά θρανία, και λίγο πριν έρθω στην “πρωτεύουσα των φώτων”, είχα στείλει από τη Ζάκυνθο το χοντρό χειρόγραφο του πρώτου μου μυθιστορήματος,
“Τα θαύματα του Διαβόλου”, στον Ανέστη Κωνσταντινίδη, που ήταν ο μεγαλύτερος εκδότης της εποχής – διάδοχος του Αντρέα Κορομηλά – κι όταν μου είπε ο ίδιος εδώ πως δεν μπορούσε να αναλάβει την έκδοσή του άρχισα να τα τυπώνω με έξοδά μου κατά φυλλάδια.
Αλλά επειδή τα έξοδα αυτά δεν έβγαιναν τα σταμάτησα μετά το πέμπτο, άλλωστε στο μεταξύ είχε πάψει να μου αρέσει και το ίδιο εκείνο πρώτο χρόνο το Πανεπιστήμιο, καταπιάστηκα με τη γνωστή νουβέλλα μου“Το τριακοσιόδραχμο Έπαθλον”, που την προόριζα με πολλές ελπίδες επιτυχίας, για το διαγωνισμό του περιοδικού ‘Εστία”.
Μ΄ αυτά θέλω να πω, πώς ο σκοπός να γίνω ένα διαπρεπής συγγραφέας ήταν από τότε πιο καθορισμένος και πιο συνειδητός παρά να πάρω δίπλωμα μιας οποιαδήποτε επιστήμης και να γίνω ένας διαπρεπής καθηγητής.
Μπορώ μάλιστα να πω πώς αν εσπούδαζα στο Πανεπιστήμιο,- είχα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή κι ακολούθησα φυσικομαθηματικά και φιλολογικά – απέβλεπα μάλλον σε μια ανώτερη συστηματική μόρφωση, που μου φαινόταν απαραίτητη και στον ευσυνείδητο λογοτέχνη. Είχα βλέπετε τις ιδέες μου”. (Νέα Εστία, σελ.7, τόμος Λ Δ – Τεύχος 397, 1943)
Ανέκδοτα ποιήματα- Κωστής Παλαμάς
Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Τα δεκαοχτώ τα χρόνια μου, μιας χρυσαυγής δροσιά,
ζητούνε το τριαντάφυλλο παρθενικό σου στόμα
ξεκλέφτηκα απ’ της μάνας μου την αγκαλιά
κι ήρθα σ’ εσένανε άδολος, καλή κι αγνή, ώ γλυκειά.
Φιλιά, φιλιά, φιλιά, φιλιά!
—- Καιρός δεν είναι ακόμα!
Τα χρόνια πάνε, η νιότη πάει, της χρυσαυγής δροσιά,
μα η δίψα της παντοτεινή και καίει τα σωθικά μου.
Κ’ εσύ του ονείρου τ’ όνειρο μπροστά μου
ίδια άσβυστη κι ανέγγιχτη, καλή και αγνή, ώ γλυκειά.
Φιλιά, φιλιά, φιλιά, φιλιά!
—- Καιρός δεν είναι πιά!
(1908)
ΣΟΥ ΦΕΡΝΩ ΤΑ ΠΑΘΗΤΙΚΑ
Σου φέρνω τα παθητικά της θύμησης τραγούδια,
μεσ’ από τ’ ακρογιάλια τα δροσάτα,
που ανθίσαν και μαράθηκαν του ονείρου τα λουλούδια,
τα πρώτα μου τα νιάτα.
Όνειρο αργοπερπάτητο, στερνοφανερωμένο,
στη στράτα των ξερόφυλλων που βραδιαστά διαβαίνω,
παιδούλα μεγαλόχαρη σ΄ απάντησα στη στράτα
κρατούσε μεσ’ στα χέρια σου τα πρώτα μου τα νιάτα
(1916)
ΜΙΑ ΠΑΣΚΑΛΙΑ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΕ
Μια πασκαλιά σ’ αγάπησε και πόθησε να γίνη
μπουκέτο στ’ ανθογυάλι σου, στεφάνι στα μαλλιά σου.
Μα πώς τη μάρανε σκληρό του πόθου το καμίνι!
Κ’ έσβυσε με τον πόθο του και με τον έρωτά σου.
Σταλιά σταλιά του αίμα της, αφρό του αφρού ρουμπίνι,
στο μυρογυάλι το’ κλεισα και στο προσφέρω, ανάμα.
Για τ’ άνθος που το μάρανε του πόθου το καμίνι,
ποια μοίρα πιο γλυκειά απ’ αυτή, και σαν αυτό ποιο θάμα;
(1918)