Εισαγωγή στο Δίκαιο. Γράφει ο Βασίλειος Γκίκας, Ακαδημαϊκός

Η έννοια του Δικαίου. Δίκαιο κι Ηθική

 

Πρόλογος για τη Νομική γλώσσα και τη Νομική Ορολογία στη Θεωρία και

στην Πράξη.

Η Νεοελληνική γλώσσα έχει πολύ περιορισμένη παρουσία στον Διεθνή Νομικό Κόσμο. Ωστόσο, πολυάριθμα Νομικά κείμενα συντάσσονται καθημερινά στη Νεοελληνική (Νομοσχέδια, Νόμοι, Συμβάσεις Δημόσιου κ’ Ιδιωτικού Δικαίου κ.α.) κι (ή) μεταφράζονται καθημερινά από και προς τη Νεοελληνική (Νομικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Διεθνείς Συμβάσεις Δημόσιου κ’ Ιδιωτικού Δικαίου, Νομικά κείμενα που συντάσσονται στο πλαίσιο Δικαστικής Συνδρομής, Νομικά κείμενα που συντάσσονται στο πλαίσιο της Συνεργασίας μεταξύ Δικηγόρων της ημεδαπής με Συναδέλφους της αλλοδαπής κ.α.).

 

Αυτό το γεγονός από μόνο του φανερώνει την ανάγκη του Ελληνόφωνου Κοινού για ένα εύληπτο και ταυτόχρονα περιεκτικό έργο που να προτείνει, τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο, κάποιες κατευθυντήριες γραμμές για την αντιμετώπιση των ποικιλόμορφων ζητημάτων που αναφύονται σε σχέση με τη Νεοελληνική Νομική Γλώσσα και τη Νεοελληνική Νομική Ορολογία, οι οποίες να στηρίζονται στον Σύγχρονο Θεωρητικό Προβληματισμό, στη Σύγχρονη Πράξη του Διεπιστημονικού Γνωστικού Πεδίου της Ορολογίας και να μπορούν ν’ αποδειχθούν χρήσιμες στο επίπεδο της Μονόγλωσσης σύνταξης Νομικών κειμένων στη Νεοελληνική και στο επίπεδο της Νομικής Μετάφρασης (Κειμένων ή μεμονωμένων Νομικών Όρων) με γλώσσα-στόχο τη Νεοελληνική, ώστε ν’ αποτελέσει μια εύληπτη και περιεκτική εισαγωγή σε βασικά Θεωρητικά και Πρακτικά Ζητήματα της Νεοελληνικής Νομικής Γλώσσας και της Νεοελληνικής Νομικής Ορολογίας, ώστε να καλύψει ανάγκες όσων ασχολούνται στη Θεωρία κι (ή) στην πράξη με αυτά τ’ αντικείμενα (Δικηγόρους, Δικαστές, Θεωρητικούς και Σπουδαστές της Νομικής Επιστήμης, Στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης, Μεταφρασεολόγους, Νομικούς Γλωσσολόγους, Επιμελητές μεταφρασμένων Νομικών κειμένων κ.α.), εξοικειώνοντάς τους με τις Θεμελιώδεις Έννοιες και τις Βασικές Διαγλωσσικές Αρχές της Ορολογίας κι Ορογραφίας κι εστιάζοντας στην εφαρμογή αυτών των Αρχών στο Νεοελληνικό Ορολόγιο των Θεματικών Πεδίων (Δίκαιο και Νομική Επιστήμη) και συναφών πεδίων κι υποπεδίων.

 

Βασικός Στόχος είναι να συμπληρωθούν οι Γνώσεις των Ελληνόφωνων Νομικών κι όσων ασχολούνται, για οποιονδήποτε λόγο, με τη Νεοελληνική Νομική Ορολογία και τη Νεοελληνική Νομική Γλώσσα, με χρήσιμο προβληματισμό και χρήσιμα θεωρητικά και πρακτικά πορίσματα, για μία καλύτερη αντίληψη, χρήση και διαχείριση της Νεοελληνικής Νομικής Γλώσσας κι Ορολογίας.

 

Η έννοια του Δικαίου.

Από τους συντομότερους Ορισμούς είναι αυτός του Κέλσου, με το όνομα του Κέλσου έφτασε σ’ εμάς έμμεσα, μέσω της απάντησης του Ωριγένη, ένα έργο πολεμικής εναντίον του Χριστιανισμού με τον τίτλο Αληθής Λόγος.

Όπως και με τους περισσότερους Συγγραφείς των πρώτων Μεταχριστιανικών αιώνων, οι πληροφορίες μας για τη ζωή του Κέλσου είναι ελάχιστες, πολύ περισσότερο επειδή το έργο του γνώρισε τον ανηλεή Διωγμό του Μεσαίωνα.

Το ίδιο συνέβη και με όλα τα έργα πολεμικής εναντίον του Χριστιανισμού, τα οποία συστηματικά καταστράφηκαν κι εξαφανίστηκαν από όλες τις Βιβλιοθήκες κατά τους πρώτους αιώνες της επικράτησης του Χριστιανισμού. Κατά τους αιώνες τούτους εμφανίστηκαν αρκετοί αντίπαλοι του Χριστιανισμού με αυτό το όνομα.

Χωρίς να είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο ποιος είναι ο Συγγραφέας του Αληθούς Λόγου, η Έρευνα τείνει ν’ αποδεχτεί ότι πρόκειται για τον Κέλσο, τον Πλατωνικό Φιλόσοφο που έζησε τον 2ο αι. μ.Χ. κατά τη βασιλεία του Μάρκου Αυρήλιου κι η συγγραφική του δραστηριότητα τοποθετείται μεταξύ του 175 – 180.

 

Υπήρξε Φίλος του Λουκιανού] (Πανδέκτες, 1.1.1 και Βασιλικά, 2.1.1.), που επιγραμματικά όριζε το Δίκαιο ως την Τέχνη του Καλού και του Ίσου (Jus est Ars Boni und Aequi).

Δίκαιο είναι ένα σύνολο των Γενικών κι Αφηρημένων Κανόνων που ρυθμίζουν κατά τρόπο επιτακτικό κι ετερόνομο την εξωτερική συμπεριφορά των Ανθρώπων μεταξύ τους σε μια Οργανωμένη Κοινωνία.

H λέξη Δίκαιο προέρχεται από το ρήμα δείκνυμι, που σημαίνει ορθή κατευθυντήρια γραμμή.

Στις Ευρωπαϊκές γλώσσες οι λέξεις που σημαίνουν Δίκαιο: right, Recht, droit, diritto και derecho, προέρχονται από το Λατινικό Directum, που σημαίνει ορθή κατεύθυνση.

 

Από τον Ορισμό του Δικαίου συνάγεται ότι το Δίκαιο ρυθμίζει:

1) Την Εξωτερική Συμπεριφορά: δεν ενδιαφέρεται για τα Κίνητρα. Κατ’ εξαίρεση το Ψυχολογικό Στοιχείο έχει σημασία γιά την Υπαιτιότητα.

2) Κατά τρόπο επιτακτικό: οι Κανόνες του είναι Υποχρεωτικοί κι η Συμμόρφωση σε αυτούς επιτυγχάνεται με τα μέσα Κρατικού Καταναγκασμού που διαθέτει η Πολιτεία.

3) Κατά τρόπο Ετερόνομο: όταν η Ρύθμιση προέρχεται από μία ξένη βούληση κι όχι από τη βούληση των Μελών της Κοινωνίας. & 4) Κατά τρόπο γενικό κι αφηρημένο, έτσι ώστε να ρυθμίζονται κατά τρόπο αμερόληπτο οι Σχέσεις οποιωνδήποτε Προσώπων εμπίπτουν σε αυτό.

Το Δίκαιο δεν ρυθμίζει περιπτωσιολογικά συγκεκριμένη Σχέση ούτε φωτογραφίζει ένα συγκεκριμένο Άτομο κι είναι άλλο το ζήτημα ότι αυτός ο Κανόνας δεν τηρείται πάντοτε στην πράξη.

 

 

Δίκαιο και Ηθική

 

Η Ηθική κι η Σχέση της με το Δίκαιο.

Οι Κανόνες της Ηθικής ασχολούνται με το τι είναι και τι δεν είναι Καλό και Σωστό. Οι Κανόνες της Ηθικής που δείχνουν τι είναι Καλό, επιδρούν στους Κανόνες Δικαίου. Πρέπει ένας Κανόνας του Δικαίου ν’ αποτελεί και Κανόνα της Ηθικής.

Για παράδειγμα, ο Κανόνας της Ηθικής Ου κλέψεις, βρίσκει εφαρμογή σε πολλούς Κανόνες του Δικαίου κι όχι μόνον του Ποινικού Δικαίου (λ.χ. Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας ή Προσβολή της Νομής). Στις Αρχαίες Κοινωνίες υπήρχε ταύτιση, αλλά και σήμερα τέμνεται η πορεία Δικαίου κι Ηθικής και το Δίκαιο εκφράζει ένα ελάχιστο Ηθικής.

 

 

Η σύγκριση Δικαίου κι Ηθικής τονίζει και τις εξής διαφορές:

 

1) Ο Σκοπός της Ηθικής είναι η Ηθική Τελείωση, στη Χριστιανική Ηθική, ακόμη πνευματικότερα, είναι η Εξομοίωση με το Θείο (ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν), η Ηθική απευθύνεται στον Εσωτερικό, Ψυχικό Κόσμο, του Ανθρώπου, ενώ Σκοπός του Δικαίου η Ρύθμιση της Εξωτερικής Συμπεριφοράς, χωρίς να ενδιαφέρεται για τους λόγους για τους οποίους οι Άνθρωποι συμμορφώνονται στο Δίκαιο. Η Εξωτερική Συμπεριφορά έχει σημασία για την Ηθική, εφόσον πηγάζει από Αγαθά Κίνητρα.

Για παράδειγμα, η Ελεημοσύνη είναι Ηθική Επιταγή, εφόσον πράγματι γίνεται από Συναισθήματα Αγάπης κι όχι ως Κίνητρο Επιδείξεως.

Αντιστοίχως κι η επιλήψιμη Ψυχική Στάση, ως βαθμός Υπαιτιότητας, έχει σημασία για το Δίκαιο, όπως κι η ενδιάθετη κατάσταση που είναι η Υποκειμενική Καλή Πίστη.

 

2) Η Ηθική προέρχεται από τη Συνείδηση του Ανθρώπου: οι Κανόνες της δεν είναι Ετερόνομοι κι είναι συνήθως αυστηρότεροι, λ.χ. οι Κανόνες Δικαίου απαγορεύουν την Εκδικητικότητα και την Ανταπόδοση της Πρόκλησης Ζημίας, αλλά της Ηθικής, επιτάσσουν και την Ευεργεσία προς τους εχθρούς. &

 

3) Οι συνέπειες Παραβίασης της Ηθικής είναι κι αυτές εσωτερικής, ψυχολογικής φύσης δηλαδή, οι τύψεις της Συνείδησης, που οι Αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν Ερινύες.

Οι Κανόνες Δικαίου έχουν Υλικές Κυρώσεις, όπως η Φυλάκιση, η Χρηματική Ποινή ή ακόμη κι όταν δεν έχουν κυρωτικές συνέπειες, η Παράβαση οδηγεί σε δυσμενείς συνέπειες, όπως η Υποχρέωση Αποζημίωσης. Συνεπώς οι Κανόνες Δικαίου κι Ηθικής τέμνονται, αλλά δεν συμπίπτουν.

 

Υπάρχουν Κανόνες Δικαίου που είναι κι Ηθικής (απαγόρευση Ανθρωποκτονίας), υπάρχουν Κανόνες Δικαίου που δεν είναι Κανόνες Ηθικής (Παραγραφή) κι υπάρχουν Κανόνες Ηθικής που δεν είναι και Δικαίου, όπως η Ελεημοσύνη.Παραλλήλως δημιουργείται σε κάθε Οργανωμένη Κοινωνία μία Τυποποιημένη Ηθική Συνείδηση που είναι γνωστή ως Κοινωνική Ηθική κι έχει μεγάλη σημασία για το Δίκαιο.

Τα Ηθικά της Παραγγέλματα εντάσσονται στο Δικαιϊκό Σύστημα, διότι προσδιορίζουν την έννοια της Αόριστης Νομικής -στον βαθμό που ο Νόμος παραπέμπει σε αυτή- έννοιας των Χρηστών Ηθών. Με την παραπομπή του Νόμου, οι Κανόνες Κοινωνικής Ηθικής γίνονται Δευτερογενής Πηγή Δικαίου, που θα πρέπει κάθε φορά να εξειδικευθεί ως προς το περιεχόμενο.

Η σύγκριση Δικαίου κι Ηθικής φαίνεται και στη σύγκριση Θετικού Δικαίου: των Κανόνων Δικαίου που ισχύουν σε μία Κοινωνία και του Φυσικού Δικαίου: του Άγραφου Δικαίου που εκπροσωπεί την Ιδέα της Δικαιοσύνης.

 

 

 

Δίκαιο και Δικαιοσύνη

 

Το Θετικό Δίκαιο αντιπαραβάλλεται με το Φυσικό Δίκαιο, το οποίο είναι το Ιδεώδες Δίκαιο: η Ιδέα κι η Απόλυτη Αξία της Δικαιοσύνης και της Ηθικής.

Πατέρας του Φυσικού Δικαίου θεωρείται ο Αριστοτέλης, που διακρίνει το Δίκαιο σε Νομικό: αυτό που ισχύει σε μία Πόλη και Φυσικό, που έχει την ίδια ισχύ παντού: του δε πολιτικού δικαίου το μεν φυσικόν εστί το δε νομικόν, φυσικόν μεν το πανταχού την αυτήν έχον δύναμιν και ου τω δοκείν ή μη, νομικόν δε ο εξ αρχής μεν ουδέν διαφέρει ούτως ή άλλως, όταν δε θώνται διαφέρει (Ηθικά Νικομάχεια, Ε 10, 1134 b 18 επ.).

Η αντιπαραβολή Θετού και Φυσικού Δικαίου, πάλι Ηθικής και Δικαίου, φαίνεται όταν συγκρούονται. Για παράδειγμα: η Παραγραφή που έχει τεθεί από το Θετικό Δίκαιο μπορεί ν’ αντίκειται στην Ιδέα της Δικαιοσύνης να εκπληρώνει ο καθένας τις Υποχρεώσεις του και να μην τις απεμπολεί.

 

Από τη μία μεριά, το Θετικό Δίκαιο εξυπηρετεί την Ασφάλεια των Συναλλαγών και προστατεύει τον Πολίτη από τυχόν Αυθαιρεσίες, όχι τόσο του Φυσικού Δικαίου, αλλά εκείνων που το επικαλούνται. Από την άλλη μεριά, η Ιδέα της Δικαιοσύνης πρέπει να είναι η κατευθυντήρια γραμμή για την Προαγωγή του Θετικού Δικαίου: πρέπει να τείνει στην Ιδέα της Δικαιοσύνης για να διορθώνει τις αναπόφευκτες, ανθρώπινες ατέλειες.

 

Ένα Θετικό Δίκαιο το οποίο δεν αδιαφορεί για το Φυσικό Δίκαιο. Από τα παραπάνω, φαίνεται ότι υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας Κανόνας Δικαίου μπορεί να φθάνει να επιτάσσει ή κάτι που είναι αντίθετο με την Ηθική ή στο οποίο έχουμε Ηθικά Διλήμματα στο να το επιχειρήσουμε.

Κατεξοχήν αυτά τα Ηθικά Διλήμματα φαίνονται στον χώρο της Βιοηθικής: της Ηθικής που αναφέρεται στη Ζωή και στον Θάνατο.

Αν συμφωνεί με την Ηθική και με τη Χριστιανική Ηθική: είναι θέμα Βιοηθικής κι Εκκλησίας. Ειδικά Ζητήματα Δικαίου κι Ηθική Αμβλώσεων.

Άμβλωση είναι η βίαιη διακοπή της κυήσεως κι η αφαίρεση της ζωής του εμβρύου πριν να γεννηθεί.

 

Δεν είναι ορθό ότι η άμβλωση δεν τιμωρείται Ποινικά. Δεν αποκαλείται Άμβλωση ή Έκτρωση, αλλά Τεχνητή Διακοπή της Εγκυμοσύνης.

Κατά το άρθρο 304 του Ποινικού Κώδικα, όποιος διακόπτει ανεπίτρεπτα, χωρίς τη Συναίνεση της εγκύου ή και με τη Συναίνεσή της την εγκυμοσύνη τιμωρείται. Το ίδιο κι η έγκυος. Η βαρύτερη Ποινή της Καθείρξεως είναι για όποιον επεμβαίνει χωρίς τη Συναίνεση της εγκύου, π.χ. ο Πατέρας του παιδιού που δεν θέλει να γίνει Πατέρας, κλωτσάει την έγκυο Γυναίκα κι αυτή αποβάλλει.

Επίσης τιμωρείται όποιος επιφέρει Βλάβη στο έμβρυο (304 α, Ποινικού Κώδικα), καθώς κι η διαφήμιση μέσων τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης (305 του Ποινικού Κώδικα).

 

Η Ποινή προβλέπεται στις πρώτες παραγράφους του άρθρου 304. Η τέταρτη παράγραφος είναι αφιερωμένη στο πότε επιτρέπεται.

Έτσι: δεν είναι Άδικη Πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενεργείται με τη Συναίνεση της εγκύου από Ιατρό Μαιευτήρα – Γυναικολόγο με τη Συμμετοχή Αναισθησιολόγου, σε Οργανωμένη Νοσηλευτική Μονάδα, αν συντρέχει μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Δεν έχουν συμπληρωθεί 12 εβδομάδες εγκυμοσύνης. β) Έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα Προγεννητικής Διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού κι η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από 24 εβδομάδες. γ) Υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας της. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται σχετική Βεβαίωση και του κατά περίπτωση αρμόδιου Ιατρού. δ) Η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα Βιασμού, Αποπλάνησης Ανήλικης, Αιμομιξίας ή Κατάχρησης Γυναίκας, ανίκανης ν’ αντισταθεί κι εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί 19 εβδομάδες εγκυμοσύνης.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Άμβλωση επιτρέπεται όταν διαπιστώνονται ενδείξεις γιά τη γέννηση παθολογικού νεογνού (24 εβδομάδες), όταν κινδυνεύει η υγεία της μητέρας (οποτεδήποτε) κι όταν έχει προηγηθεί Βιασμός, Αποπλάνηση ή Αιμομιξία (19 εβδομάδες).

Στην πρώτη περίπτωση δεν απαιτείται κάποια Αιτιολογία: μέχρι τη συμπλήρωση 12 εβδομάδων κυήσεως, περίπου 3 μηνών, οποτεδήποτε μπορεί η έγκυος να διακόψει την εγκυμοσύνη της με τη Συνδρομή Ιατρών και με την κάλυψη των Εξόδων από το Ασφαλιστικό Σύστημα.

Αυτή η Διάταξη είναι που έχει θεωρηθεί ότι εισήγαγε την Αποποινικοποίηση των Αμβλώσεων.

Αυτά, ενώ η καρδιά του εμβρύου χτυπά στο τέλος της τρίτης εβδομάδας κι η δημιουργία όλων των οργάνων λαμβάνει χώρα στις 8 πρώτες εβδομάδες, μετά μόνον αναπτύσσονται.

Εδώ είναι η σύγκρουση Δικαίου κι Ηθικής.

Το Δίκαιο επιτρέπει χωρίς κανένα λόγο ή Αιτιολογία, αυτό που η Ηθική θεωρεί αφαίρεση ζωής. Ούτε καν προβλέπεται διαδικασία για ν’ αποτραπεί η έγκυος να προχωρήσει στην άμβλωση, ενώ κατά το άρθρο 1 § 1, Ν. 1609/1986, η Μέριμνα για την Προστασία της Υγείας της Γυναίκας και την εξασφάλιση Περίθαλψης σε Οργανωμένες Νοσηλευτικές Μονάδες κατά την τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης είναι Υποχρέωση της Πολιτείας.

 

Ευθανασία

 

Ευθανασία είναι η διευκόλυνση του θανάτου.

Το άρθρο 300 του Ποινικού Κώδικα, η Ανθρωποκτονία με Συναίνεση είναι η κατεξοχήν περίπτωση Νομοθετημένος Ευθανασίας.

Σύμφωνα με αυτήν τη Διάταξη, όποιος αποφάσισε κι εκτέλεσε Ανθρωποκτονία, ύστερα από σπουδαία κι επίμονη Απαίτηση του Θύματος κι από Οίκτο, γι’ αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια, τιμωρείται με Φυλάκιση.

Όπως φαίνεται από τη διατύπωση του Νόμου, πρόκειται γι’ Ανθρωποκτονία, για Έγκλημα που στρέφεται κατά της ζωής, η οποία τιμωρείται επιεικέστερα, επειδή ο Νομοθέτης έλαβε υπόψη το Κίνητρο του Δράστη, που είναι ο Οίκτος προς το Θύμα, την κατάσταση του Θύματος που πάσχει από ανίατη ασθένεια και τη θέληση του Θύματος, το οποίο πρέπει να συναινεί στη θανάτωσή του, αλλά και να την απαιτεί σπουδαίως κι επιμόνως, με συναίσθηση της καταστάσεως και του Αιτήματος κι επαναλαμβανόμενη φορτικότητα. Εάν Συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, ο Δράστης τιμωρείται επιεικέστερα από την Κοινή Ανθρωποκτονία, με Ποινή που διαρκεί από 10 ημέρες έως 5 χρόνια.

 

Είναι πολλά τα προβλήματα που προκύπτουν από την Ερμηνεία αυτής της Διατάξεως, όπως π.χ. η έννοια της ανίατης ασθένειας, επειδή ο Όρος ή αμφισβητείται από τη Σύγχρονη Ιατρική ή μπορεί ν’ αναφέρεται σε ασθένειες που είναι μεν ανίατες (π.χ. διαβήτης), αλλά αντιμετωπίσιμες.

Εξάλλου, ερωτάται αν θα περιλαμβάνει και Ψυχικές Παθήσεις, όπου συνήθως θ’ απουσιάζει η Ελεύθερη Βούληση, η σημασία που δίνει αυτή η Διάταξη στη Βούληση του ίδιου του Θύματος.

 

Αν αυτή απουσιάζει, ο Οίκτος του Ιατρού ή η ανίατη πάθηση δεν αρκούν για να τιμωρηθεί επιεικέστερα ο Δράστης: θα τιμωρηθεί γι’ Ανθρωποκτονία από Πρόθεση (299 § 1 του Ποινικού Κώδικα). Επίσης αν ο ασθενής εκφράσει τη βούλησή του υποθετικά: πριν να περιέλθει σε τέτοια κατάσταση με τη Διαθήκη Ευθανασίας, αυτό δεν αρκεί για να τιμωρηθεί επιεικέστερα ο Δράστης, επειδή η επίμονη Απαίτηση του άρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα πρέπει να διατυπωθεί όταν ο ασθενής θα βρίσκεται στην ανίατη κατάσταση κι όχι εκ των προτέρων.

 

Περίπτωση υποβοηθούμενης ευθανασίας μπορεί να θεωρηθεί κι η Συμμετοχή σε Αυτοκτονία (άρθρο 301 του Ποινικού Κώδικα), η δεύτερη περίπτωσή της, σύμφωνα με την οποία, όποιος έδωσε βοήθεια κατά την Αυτοκτονία, τιμωρείται με Φυλάκιση.

Το Ποινικό Δίκαιο δεν τιμωρεί την Αυτοπροσβολή, την Αυτοκτονία, αλλά τιμωρεί, πολύ επιεικέστερα όμως από την Κοινή Ανθρωποκτονία, την υποβοήθησή της ως Ετεροπροσβολή.

Άδικη μπορεί να είναι κι η παράλειψη ενός Προσώπου να βοηθήσει ένα άλλο, όταν δημιουργείται κίνδυνος ζωής, που αξιολογείται στο πλαίσιο του άρθρου 307 του Ποινικού Κώδικα.

 

Παρατηρήσεις

 

Από όσα ελέχθησαν, γίνεται κατανοητό ότι όταν ο Νόμος θίγει ζητήματα Βιοηθικής, μπορεί να εξυπηρετεί την Ηθική, π.χ. απαγορεύεται η Κλωνοποίηση ή και να έρχεται σε αντίθεση με αυτή, π.χ. επιτρεπτό των αμβλώσεων μέχρι την 12η εβδομάδα της κυήσεως.

Μπορεί ακόμη να θέτει πολλά Διλήμματα, π.χ. τεχνητή αναπαραγωγή και καταστροφή των πλεοναζόντων ωαρίων. Ερωτάται ποιά είναι η ενδεδειγμένη στάση, αφού ενδέχεται να εμπλέκεται κάποιος στα ζητήματα Βιοηθικής ως Ιατρός, Νομικός, Γονέας κι Εκπαιδευτικός, Άνθρωπος που προβληματίζεται.

Οι Ιατροί δεν είναι υποχρεωμένοι να παραβούν τη Συνείδησή τους, αφού υπηρετούν τη ζωή.

 

Kατά το άρθρο 31 Ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας – ΚΙΔ), ως προς την τεχνητή διακοπή κύησης:

 

1.Ο Ιατρός μπορεί να επικαλεσθεί τους Κανόνες και τις Αρχές της Ηθικής Συνείδησής του και ν’ αρνηθεί να εφαρμόσει ή να συμπράξει στη διαδικασία τεχνητής διακοπής της κύησης, εκτός εάν υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της υγείας της. Σε αυτήν την περίπτωση, απαιτείται Σύμφωνη κι Αιτιολογημένη Γνώμη του κατά περίπτωση Αρμοδίου Ιατρού.

 

  1. Ο Ιατρός οφείλει να παρέχει Συμβουλευτική Υποστήριξη στη Γυναίκα Που ζητά την παροχή των Υπηρεσιών του, πριν προχωρήσει στη διακοπή της κύησης.

Κατά το άρθρο 30 § 5 ΚΙΔ (Ιατρική Υποβοήθηση στην Ανθρώπινη Αναπαραγωγή), ο Ιατρός μπορεί να επικαλεσθεί τους Κανόνες και τις Αρχές της Ηθικής Συνείδησής του και ν’ αρνηθεί να εφαρμόσει ή να συμπράξει στη διαδικασία της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

 

Κατά το άρθρο 29 § 3 ΚΙΔ (Ιατρικές Αποφάσεις στο τέλος της Ζωής), ο Ιατρός οφείλει να γνωρίζει ότι η Επιθυμία ενός ασθενή να πεθάνει, όταν αυτός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο, δεν συνιστά Νομική Δικαιολόγηση γιά τη διενέργεια Πράξεων οι οποίες στοχεύουν στην επίσπευση του θανάτου.

Ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (ΚΙΔ), περιέχει ένα οπλοστάσιο γιά τον Ιατρό που δεν επιθυμεί να υπηρετήσει αυτό που δεν θεωρεί Ηθικό.

Οι Νομικοί, εάν είναι Δικαστές, έχουν το όπλο του Διάχυτου Συνταγματικού Ελέγχου του Νόμου τον οποίο θα κρίνουν. Εάν μία Διάταξη είναι αντίθετη με τον Σεβασμό της Ανθρώπινης Αξιοπρέπειας, της Αξίας του Ανθρώπου (άρθρο 2 του Συντάγματος), την Αρχή της Ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος) ή με την Προστασία του Γάμου, της Οικογένειας και της παιδικής ηλικίας (άρθρο 21 του Συντάγματος), μπορεί να θεωρηθεί Αντισυνταγματική και να μην εφαρμοσθεί από τα Δικαστήρια.

Μπορούν ακόμη οι Νομικοί να εκφράζουν την αντίθεσή τους και τις επιφυλάξεις τους σε Νομοσχέδια που προσβάλλουν αυτές τις Αρχές.

Όλοι οι Πολίτες, ιδιαιτέρως οι Γονείς κι οι Εκπαιδευτικοί, να έχουν υπόψη ότι έχουν κληθεί να υπηρετούν τον Σεβασμό προς τη Ζωή, την Αξία του Ανθρώπου και την ιδιαιτέρως ευαίσθητη παιδική κι εφηβική ηλικία.

 

 

Οι Δικαστές επιβάλλεται να δικάζουν με βάση το Δίκαιο, τους Νόμους και την Ηθική, αδιαφορώντας για την Ιδιότητα αυτού που δικάζεται: αν είναι Πένης ή Πλούσιος, Άρχοντας ή Πληβείος, Βασιλιάς ή Υπήκοος, Πολιτικός ή Εργαζόμενος.

Ο Άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει τον Εξωτερικό Κόσμο, να επιθυμεί τη Γνώση της Αλήθειας και του Δικαίου, μέσα σε ορισμένα Κοινωνικά Όρια. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή του Δικαίου πρέπει να βρίσκονται μακριά από το Σκεπτικό, αν ο Θεός δεν υπάρχει όλα μου επιτρέπονται και να μην προσβάλουν την Ανθρώπινη Φύση. Ο Σεβασμός κι η Προστασία της Αξίας του Ανθρώπου αποτελούν την Πρωταρχική Υποχρέωση της Πολιτείας (άρθρο 2 & 1 του Συντάγματος).

 

Το πρόβλημα Απονομής της Δικαιοσύνης ανάγεται σε Πρόβλημα Κοινωνικής και Πολιτικής Ηθικής.

Οι Αισθήσεις, τα Συναισθήματα, οι Αντιλήψεις κι οι Παραστάσεις, είναι τα μέσα με τα οποία ο Εξωτερικός Κόσμος εισρέει στην Ανθρώπινη Συνείδηση.

Ο Άνθρωπος, ως Μέλος της Φύσης, ως Βιολογικό Ον, εξετάζεται πιο δραστήρια με τη Συμμετοχή των Βιολογικών-Φυσικών Επιστημών, σε συνδυασμό με τις Κοινωνικές Επιστήμες.

 

Δεν υποστηρίζεται μία καθαρά Βιολογικοποίηση και την επάνοδο σε οποιασδήποτε μορφή Κοινωνικού Δαρβινισμού και Βιολογισμού.

Ο Άνθρωπος είναι Κοινωνικοπολιτικό Ον κι ως τέτοιο διαμορφώνεται από την Κοινωνία, όπως διέπεται κι από Βιολογικές Δομές και Διαδικασίες.

Η Απονομή της Δικαιοσύνης είναι ένα πολύπλοκο πρόβλημα κι ως τέτοιο πρέπει να μελετάται, πολυεπιστημονικά, με επίκεντρο την Ηθική, η οποία εξελίσσεται, ως προς την Περιφέρειά της, με την εξέλιξη της Κοινωνίας.

Το Ηθικό Σκέπτεστε δεν μπορούσε να γίνει γενικά αποδεκτό στην Επιστημονική Σκέψη και τα Ηθικά Προβλήματα της κάθε Εποχής, περιόριζαν σε Μυστικότητα τις Επιστημονικές Έρευνες.Η Εποχή των Υπολογιστών και της Ταχύρυθμης Τεχνολογικής Ανάπτυξης έχουν περιλάβει ως Αντικείμενο Μελέτης και την Αναζήτηση της Αλήθειας και Μεθόδους παρακολούθησης που παραβιάζουν Προσωπικά Δεδομένα, οπότε είναι απαραίτητη η Ηθική Δικλείδα Ασφαλείας, έναντι του Τεχνολογικής Αιτιοκρατίας (Determinism), που είναι η φιλοσοφική τάση που επηρέασε ιδιαιτέρως την Επιστημονική Σκέψη από την Αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.

Αποδέχεται την ύπαρξη της Αιτιότητας, την Καθολική Αιτιώδη και Νομοτελειακή Συνάφεια όλων των Φαινομένων. Το ευθέως αντίθετο της Αιτιοκρατίας πρεσβεύει η Αναιτιοκρατία (Interdeterminism).

Πρέπει να καταφέρεται ενάντια στην κλίκα της στενοκέφαλης Τεχνικής Intelligentsia: [στο σύνολο των Διανοουμένων μέσα σε μία Κοινωνία, θεωρούμενο ως Κοινωνικός Παράγοντας. Διανοούμενοι εδώ είναι αυτοί που κατέχουν τη Γνώση και διαθέτουν ανεπτυγμένη Κρίση, η οποία βασίζεται στη Σκέψη και στη Γνώση, ενώ συνήθως εκτελούν σύνθετο Διανοητικό Έργο. Ως Μέλη της Intelligentsia, οι Διανοούμενοι έχουν συνείδηση Κοινωνικής Ομάδας και καθοδηγούν, ασκούν Κριτική ή διαδραματίζουν με κάποιον άλλο τρόπο Ηγετικό Ρόλο στη διαμόρφωση της Πολιτιστικής και της Πολιτικής Ζωής, χωρίς Ηθικό Κέντρο και θεωρεί τη διάδοση της και χρήση της άνευ όρων], στον Θεσμό της Δικαιοσύνης, διότι ισοδυναμεί με Πολιτιστική, Πολιτική κι Ηθική καταστροφή.

 

Μιά Εποχή όπου ο Δικαστής θα είναι ένας Ηλεκτρονικός Υπολογιστής, που με τις Τεχνικές Μεθόδους θ’ αποσπά την Αλήθεια και ταυτόχρονα θα δικάζει ανατρέχοντας στην μνήμη του και θα θέτει την προδιαγεγραμμένη Ποινή, θα πρέπει να μείνει όνειρο του Σύγχρονου Φυσικοεπιστημονισμού, που στη θέση της Ποιοτικής Κρίσης θα βάζει τον Ποσοτικό Υπολογισμό.

Η Τεχνικοποίηση της Κοινωνίας, της Ζωής και του Ανθρώπου, αντιβαίνει στο ίδιο το Ηθικό Κέντρο της Ανθρώπινης Κοινωνίας.

 

(Απόσπασμα από το έργο μου,  «Εισαγωγή στο Δίκαιο»)

 

 

 

 

 

Βιογραφικό Σημείωμα- Βασίλειος Γκίκας, Ακαδημαϊκός

 

 

Γεννήθηκα στον Δήμο Αθηναίων στις 6 Ιουνίου 1953. Έκανα Μέσες Σπουδές ως Μαθητής Γυμνασίου και αργότερα στα Λογιστικά και στα Τουριστικά. Μέσα σε 10 χρόνια, ως Λογιστής, έγινα Συμπράττων Σύμβουλος σε Ελληνική Κατασκευαστική Ανώνυμη Εταιρεία. Αμέσως μετά από τις δυο αυτές Μέσες Επαγγελματικές Σπουδές, απέκτησα, στις Η.Π.Α., Διδακτορικά στην Οικονομία, στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και στη Θεολογία. Από το 1988 ξεκίνησε η μεγάλη ανοδική μου πορεία στο Μόντρεαλ του Καναδά, στο Ιάσιο της Ρουμανίας και σε 6 Πολιτείες των Η.Π.Α., στις Επιχειρήσεις, στην Πανεπιστημιακή μου καριέρα, οπότε έφτασα το 2001 να γίνω Κοσμήτορας της Εκπαίδευσης, πρώτα στη Μινεσότα και ύστερα στην Πενσυλβάνια. Παράλληλα, από το 1984 ασχολούμαι και με την Πολιτική, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις Η.Π.Α.

Post Author: athensupdategr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *