Φιλολογικός Σύλλογος “Παρνασσός” , την Τετάρτη 17/6/2020
Ο Bruno Snell, στο γεμάτο ερεθίσματα βιβλίο του με τίτλο Die
Entdeckung des Geistes (=Η Ανακάλυψη του Πνεύματος, ελλ. μετ. ΜΙΕΤ,
Αθήνα 1986), θεωρεί τους Έλληνες δημιουργούς του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Στον Πρόλογό του αναφέρει τα εξής: «Το ευρωπαϊκό πνεύμα γεννιέτα από
τους Έλληνες. Αυτοί ανακάλυψαν το πνεύμα. Αλλά, όταν λέμε ότι αυτοί
ανακάλυψαν το πνεύμα δεν είναι το ίδιο σαν να λέμε ο Κολόμβος ανακάλυψε
την Αμερική, για τον απλούστατο λόγο ότι η Αμερική προϋπήρχε του
Κολόμβου και επομένως κάποιος κάποτε θα την ανακάλυπτε, αλλά η
μακραίωνη ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία απέδειξε ότι μόνο οι Έλληνες
ανακάλυψαν αυτό που λέμε σήμερα ευρωπαϊκό πνεύμα..».
Γιατί το Έπος, η Φιλοσοφία, η Ρητορική, η Ιστοριογραφία, η Τραγωδία και η
Κωμωδία, οι Πολιτικοί Θεσμοί, η Δημοκρατία κ.ά. καλλιεργούνται για πρώτη φορά
στο ευρωπαϊκό έδαφος, αλλά και για πρώτη φορά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο ελληνικός πολιτισμός αναμφίβολα δεν είναι ο αρχαιότερος, είναι όμως ο υψηλότερος.
Ειδικά τον Ε΄ αι. π.Χ. παρατηρείται μια πολιτισμική έκρηξη, της οποίας
κύριοι ήσαν τρεις παράγοντες:
α. Η Δημοκρατία, η οποία εγκαθιδρύθηκε από τον Κλεισθένη το 509/8 π.Χ.,
και αποτέλεσε το καλύτερο πολίτευμα που εμφανίσθηκε μέχρι τώρα από
πολιτική, πολιτιστική, οικονομική, νομική, παιδαγωγική και φιλοσοφική
άποψη, ήταν το θεμέλιο επί του οποίου οικοδομήθηκε η πνευματική ανάπτυξη
της Αθήνας, μετά τον Σόλωνα.
β. Η νίκη των Ελλήνων επί των Περσών προέβαλε την εθνική αυτοσυνειδησία
και ένα αίσθημα υπεροχής απέναντι στους βαρβάρους, το οποίο εκφράσθηκε
και πολιτικά (Α΄ Αθηναϊκή ή Δηλιακή Συμμαχία, 479 π.Χ.) και λογοτεχνικά
(ιστορική τραγωδία, Φρυνίχου Φοίνισσαι 476 π.Χ., Αισχύλου Πέρσαι 472
π.Χ.).
γ. Οι ριζοσπαστικές αλλαγές της περικλεϊκής δημοκρατίας (462-429 π.Χ.), η
ελευθερία έκφρασης, σκέψεως και λόγου, δημιούργησαν ένα φυτώριο
πνευματικής ανάπτυξης για τα Γράμματα, τόσο στο επίπεδο του πολιτικού
λόγου και της ρητορικής, μέσα από τη λειτουργία της εκκλησίας του δήμου και
των δικαστηρίων, όσο και στο επίπεδο της φιλοσοφίας, μέσα από τη
διδασκαλία της Σοφιστικής κίνησης. Παράλληλα η περικλεϊκή πολιτική
ευνόησε την ανάπτυξη των Τεχνών, της μουσικής, του θεάτρου και της
αρχιτεκτονικής, θαυμάσια δείγματα της οποίας, ως μάρτυρες παντοτινοί
παραμένουν τα αριστουργήματα της Ακροπόλεως.
Η Αθήνα, μετά από μία περίοδο πολιτικών αναστατώσεων τον Ζ΄ αι. π.Χ.,
μόλις τον ΣΤ΄ αι. π.Χ., μετετράπη, χάρη στον Σόλωνα, από άσημο πόλισμα σε
μια αξιομνημόνευτη πόλη, γιατί αυτός εισήγαγε στην Αθήνα δύο έννοιες που
εξύψωσαν την πόλη, την έννοια του δικαίου ως κρηπίδος πολιτικής
ανάπτυξης και την έννοια της τίμιας εργασίας ως βάσης προσωπικής
κοινωνικής καταξίωσης, έννοιες που και οι δυο υπονόμευαν τη συνοχή και
διαιώνιση των αριστοκρατικών τάξεων.
Στον Ε΄ αι. π.Χ. η σταθερότητα που εγγυάτο η δημοκρατία και η θεϊκή τάξη
που προστάτευε την Αθήνα και εκδηλωνόταν πασίδηλα στην τραγική σκέψη
του Αισχύλου και του Σοφοκλή δεν φαινόταν να απειλείτο ούτε καν και από
του Ξενοφάνη το αθεϊστικό κήρυγμα με εξαίρεση μία πνευματική κίνηση που
έμελλε να συγκλονίσει το θρησκευτικό και ηθικό οικοδόμημα της πόλης με τα
ερωτήματα και τους προβληματισμούς που έθεσε. Έτσι, με τη διδασκαλία της
η σοφιστική δημιούργησε το κατάλληλο πλαίσιο για τη συζήτηση σοβαρών
θεμάτων, όπως η ύπαρξη των θεών, η απολυτότητα του νόμου, η σχετικότητα
των πραγμάτων, η αντίθεση νόμου-φύσεως, η περιοχή των αντινομιών στον
λόγο, η διδαξιμότητα της αρετής, η ισότητα των ανθρώπων, ο χαρακτήρας
των νόμων κ.ά.
Η πιο σημαντική συνεισφορά της ήταν η μετατόπιση του κέντρου βάρους
της φιλοσοφίας από τη διερεύνηση των φυσικών φαινομένων και την ουσία
του Όντος (οντολογία) στον ίδιο τον άνθρωπο και τη δράση του στην
ανθρώπινη κοινωνία.
Οι κυριώτεροι εκπρόσωποί της ήταν ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης, που
ήταν και ο αρχηγέτης της σοφιστικής κίνησης, ο Ιππίας ο Ηλείος, ο Πρόδικος ο
Κείος και ο Γοργίας ο Λεοντίνος. Όλοι αυτοί διακήρυσσαν ότι μπορούν να
μεταδώσουν την πολιτική στους νέους αντί αμοιβής και να τους
προετοιμάσουν έτσι για τον πολιτικό στίβο. Η σκέψη και μόνο ότι
οποιοσδήποτε πολίτης με την κατάλληλη παιδεία θα μπορούσε να διακριθεί
στα πολιτικά πράγματα ήταν καθαρά δημοκρατική, καθώς ερχόταν σε ευθεία
αντίθεση με την αντίληψη της αριστοκρατικής αγωγής ότι η πολιτική αρετή
εκληρονομείτο και δεν εδιδάσκετο. Οι πρώτοι αυτοί πανεπιστημιακοί
διδάσκαλοι επέφεραν ουσιαστικά τον εκδημοκρατισμό της παιδείας μέσα στο
πλαίσιο ενός πολιτεύματος που εξ ορισμού ήταν δημοκρατικό.
Συνοπτικότερα, οι παρεμβάσεις των πρώτων αυτών διδασκάλων ήσαν οι
εξής:
Ο Πρωταγόρας είναι ο πρώτος που:
Στράφηκε κατά της απολυτότητας των πραγμάτων και υποστήριξε τη
σχετικοκρατία στο σύγγραμμά του Ἀλήθεια ἢ Καταβάλλοντες (ή Περὶ
τοῦ ὄντος), σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος ήταν το μέτρο
σύγκρισης για όλα τα πράγματα (πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος·
τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν). Αυτή η
επαναστατική αντίληψη, που στρεφόταν ουσιαστικά κατά της
παρμενιδικής σκέψης για ένα, μοναδικό και απόλυτο ον προοιωνιζόταν
απειλητικές επενέργειες στην ηθική συγκρότηση του αρχαιοελληνικού
κόσμου, που αυτός δεν ήταν εύκολο να αποδεχθεί, αφού ένας
επιδέξιος ρήτορας μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει προς το συμφέρον
του.
Αμφισβήτησε στο σύγγραμμά του Περὶ θεῶν την απολυτότητα του
θρησκευτικού συστήματος, προβάλλοντας έναν συνεπή αγνωστικισμό
(περὶ μὲν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι, οὐθ’ ὡς εἰσίν, οὐθ’ ὡς οὐκ εἰσίν· δύο
γὰρ τὰ κωλύοντα, ἥ τ’ ἀδηλότης καὶ τὸ βραχὺ τοῦ ἀνθρωπίνου ζῆν).
Μολονότι αυτός ο αγνωστικισμός διέφερε από τον αθεϊσμό, δεν έπαυε
και πάλι να προκαλεί τις θρησκευτικές αντιλήψεις της συντηρητικής
αρχαίας κοινωνίας.
Ανακάλυψε την περιοχή των αντινομιών, τους περίφημους Δισσοὺς
λόγους, σύμφωνα με τους οποίους για ένα και το αυτό ζήτημα μπορούν
να διατυπωθούν δύο αντίθετες απόψεις με ισοδύναμο κύρος. Η θεωρία
αυτή εξακολουθεί να επηρεάζει μέχρι και σήμερα ολόκληρη τη
δικαστηριακή πρακτική, στην οποία ένας άνθρωπος κρίνεται ένοχος ή
αθώος ανάλογα με την οπτική γωνία που εξετάζεται. Στο βιβλίο του
Ἀντιλογίαι επεξεργαζόταν αναλυτικά το ζήτημα αυτό.
Η επίδραση στην πολιτική πρακτική των θεωριών αυτών, κυρίως λόγω
του ισχυρισμού του Πρωταγόρα ότι μπορούσε να μεταβάλει το ποιο αδύναμο
επιχείρημα σε δυνατό και το ποιο δυνατό σε αδύναμο (τὸν ἥττω λόγον κρείττω
καὶ τὸν κρείττω ἥττω), σε συνδυασμό με την πολιτική προπαιδεία των νέων
ανθρώπων ήταν φυσικό να είναι μεγάλη και να εγείρει νηφάλιες φωνές για τον
έλεγχό τους.
Η χρήση όμως στη δικανική πρακτική του επιχειρήματος του εἰκότος,
που είχε ανακαλύψει ο πρώτος ρητοροδιδάσκαλος, ο Κόρακας, κατέστησε
δυνατό τον εξανθρωπισμό του δικαστικού συστήματος, αφού τώρα στη θέση
των βασανιστηρίων και των όρκων υπήρχε η λογική και πιθανή προσέγγιση
των γεγονότων. Είναι σημαντικό επίσης να τονίσουμε ότι η πεποίθηση του
Πρωταγόρα ότι η ποινή σε έναν ένοχο δεν πρέπει να έχει εξοντωτικό, αλλά
σωφρονιστικό χαρακτήρα, επηρέασε μέχρι σήμερα όλο το δικαιικό σύστημα.
Οι κατηγορίες για αθεΐα που του προσήφθησαν δεν ήταν σε καμία
περίπτωση βάσιμες, όπως προκύπτει και από τον περίφημο μύθο για τη
γένεση του ανθρώπινων κοινωνιών. Απέναντι στην Ησιόδεια αντίληψη της
κατάπτωσης των ανθρωπίνων γενεών από το χρυσό γένος στο σιδερένιο, ο
Πρωταγόρας αντιτάσσει στο σύγγραμμά του Περὶ τῆς ἐν ἀρχῇ καταστάσεως
μια αισιόδοξη άποψη, σύμφωνα με την οποία από άναρχες κοινωνίες
οδηγήθηκε η ανθρωπότητα σε κοινωνίες με δικαιοσύνη και ηθικότητα. Είναι
λοιπόν σαφές ότι ο Πρωταγόρας δεν ήταν δυνατό να αμφισβητήσει το πλαίσιο
των κοινωνιών μέσα στο οποίο δίδασκε τους νέους.
Η έμφυτη όμως ηθικότητα και δικαιοσύνη που υπήρχε στους ανθρώπους δεν ήταν από μόνη
της αρκετή για την ανάπτυξη κατάλληλων πολιτικών δεξιοτήτων. Έτσι η διδασκαλία
(διδαχὴ) και η άσκηση (ἄσκησις), μαζί με την επιμέλεια (ἐπιμέλεια), ως
παιδαγωγική τριάδα μπορεί να αξιοποιήσει τη φυσική ικανότητα.
Επειδή όμως, εκτός από τα υποδείγματα των επιχειρημάτων, τα οποία
έδιδε στους μαθητές του για εκπαίδευση ο Πρωταγόρας, ήταν απαραίτητη η
καλή χρήση της γλώσσας, αυτός προώθησε και τις γλωσσικές και
γραμματικές σπουδές με την αναγνώριση των γενών των ονομάτων (ἄρρενα,
θήλεα, σκεύη), καθώς και των εγκλίσεων.
Στα μεγάλα ζητήματα που απασχόλησαν τους φιλοσόφους του Ε΄ αι.
π.Χ. ανήκουν εμφαντικά οι έννοιες φύσις και νόμος, που κυριαρχούν ως
αντιθετικό δίπολο τον Ε΄ και Δ΄ αι. π.Χ., μολονότι δεν ξεκίνησαν κατ’ ανάγκην
ως αντίθετες έννοιες. Την έννοια της φύσεως προσπάθησαν να
αποκωδικοποιήσουν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, αναλύοντας ως κυρίαρχες
πολλές από τις δυνάμεις της. Είναι όμως προφανές ότι η φύσις, ως
περιβάλλον, ανάγεται στους θεούς, σε αντίθεση με τον νόμο, που είναι
ανθρώπινο δημιούργημα. Για τον Ησίοδο όμως (Ἔργα 276) και ο νόμος
ακόμα ανάγεται στον Δία. Αυτή η δικαιική αντίληψη που εισάγεται στη δυτική
σκέψη με τον Ησίοδο επηρέασε και τον Σόλωνα, ο οποίος, υιοθετώντας την
ευνομία ως θεμέλιο της πόλεως, καθόρισε την εξέλιξη μέσω των νόμων των
σχέσεων πολίτη και πόλεως.
Ο σκοτεινός φιλόσοφος Ηράκλειτος (fr. 114)
πίστευε ότι οι ανθρώπινοι νόμοι στηρίζονται σε έναν νόμο, τον θεϊκό.
Την ίδια αντίληψη εκφράζει και στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο
(Πρωτ. 322d) ο σοφιστής Πρωταγόρας, ο οποίος, αναπτύσσοντας τον μύθο
περί της καταγωγής των ανθρώπων και της πορείας κοινωνικοποίησής τους
από ατελέστερες μορφές κοινωνίας σε τελειότερες, αναφέρει ότι οι άνθρωποι
ζήτησαν από τον Δία να τους στείλει την «αἰδῶ» και την «δίκην», δηλαδή την
ηθική συστολή και τη δικαιοσύνη. Αυτές οι δύο ηθικές αρετές εντάσσονταν,
όπως είπαμε, στη θεωρία της προόδου της κοινωνίας που υποστηρίζει ο
Πρωταγόρας σε αντίθεση με τον εκφυλισμό της, που υποστηρίζει ο Ησίοδος
με τη διαδοχή των γενεών από μια τελειότερη σε μια ατελέστερη.
Ο μύθος αυτός του Πρωταγόρα, εκτός από το γεγονός ότι αντιστρατεύεται τη
θεωρίατης σχετικότητας, που ο ίδιος εισήγαγε, παρουσιάζει τις πολιτικές
κοινότητες ως ικανές να δεχθούν διδασκαλία της πολιτικής αρετής, αφ’ ης στιγμής
δεν ήσαν εξ αρχής η αἰδὼς και η δίκη σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση, αλλά
δόθηκαν εκ των υστέρων για την επιβίωση του ανθρωπίνου γένους. Η δίκη,
ως γενική αρχή που διέπει την πολιτική οργάνωση των κοινωνιών,
εξειδικεύεται σε κατευθυντήριες αρχές, που θεσπίζει η πολιτεία για την
ευημερία των πολιτών της με τη μορφή γραπτών νόμων.
Στα μέσα του Ε΄ αι. π.Χ. εμφανίζεται η διάκριση των νόμων σε
γραπτούς και αγράφους, μια διάκριση που εν σπέρματι έχει συγκρουσιακό
χαρακτήρα, επειδή στη συνείδηση όλων οι άγραφοι νόμοι προέρχονταν από
θεϊκούς νόμους και επομένως η παράβασή τους θα επέσυρε θεϊκή τιμωρία.
Στην Ἀντιγόνη π.χ. του Σοφοκλή η αντίσταση που προβάλλει η Αντιγόνη
απέναντι στον γραπτό νόμο του Κρέοντα, που απαγορεύει την ταφή του
αδελφού της, είναι σύμφωνη με τον θεϊκό νόμο που ισχύει και σύμφωνα με
τον οποίο δεν μπορεί να παραμείνει άταφος ένας νεκρός (Ἀντ. στ. 450-461 και
Οἰδ. Τ. στ. 863-876). Έτσι, το υπαρξιακό δίλημμα της ηρωίδας δεν την οδηγεί
στην αψήφηση των θεϊκών νόμων, αλλά των ανθρωπίνων, και προτιμά την
θανάτωσή της, παρά την ανυπακοή σε αυτούς. Οι γραπτοί νόμοι
ταξιθετούνται εδώ σε δεύτερο επίπεδο. Είναι σαφές ότι η αντίληψη αυτή της
υπερίσχυσης του θεϊκού νόμου είναι καθαρά προσοφιστική και ανήκει στο
αρχαιοελληνικό θρησκευτικό κοσμοείδωλο, στο οποίο η κυριαρχία των θεών
είναι απαρασάλευτη.
Τους άγραφους νόμους αναφέρει και ο Περικλής στον μνημειώδη
Ἐπιτάφιό του (ΙΙ 37). Η αντίληψή του όμως για το περιεχόμενο και την
καταγωγή τους είναι ριζικά διαφορετική. Επηρεασμένος από το πνευματικό
κλίμα της εποχής του, ο Περικλής αποστασιοποιείται από το αρχαιοελληνικό
θρησκευτικό κοσμοείδωλο και ερμηνεύει κοινωνικά την καταγωγή τους και
βέβαια τις συνέπειες της παράβασής τους. Για αυτόν δηλαδή οι άγραφοι νόμοι
δεν έχουν θεϊκή προέλευση, αλλά κοινωνική, ως αποτέλεσμα κανόνων
κοινωνικής συμβίωσης. Η παράβασή τους επομένως δεν επιφέρει θεϊκή
τιμωρία, αλλά μόνο κοινωνικές επιπτώσεις, δηλαδή μια γενικά παραδεκτή
ντροπή. Ότι η αντίληψη αυτή του Περικλή αντιπροσωπεύει αυθεντικές του
ιδέες αποδεικνύεται από ένα χωρίο του Ψευδο-Λυσία (Κατὰ Ἀνδοκίδη 10).
Αυτή η στάση του Περικλή απέναντι στους άγραφους νόμους φαίνεται να είναι
επηρεασμένη από την αρχή του Πρωταγόρα περί αγνωστικισμού του θείου.
Σε φανερή αντίθεση προς αυτόν ο σοφιστής Ιππίας ο Ηλείος, σύμφωνα με τα
Ἀπομνημονεύματα του Ξενοφώντα (IV 4,19 κ.ε.), θεωρεί τους άγραφους
νόμους θεϊκής προέλευσης και συμπεριλαμβάνει σε αυτούς τον σεβασμό των
θεών, την αποφυγή αιμομιξίας και την ανταπόδοση ευεργεσίας.
Στα μέσα του Ε΄ αι. π.Χ. επίσης, ένας άλλος σοφιστής, ὁ Αντιφών, στο
έργο του Ἀλήθεια, ασχολείται με τις έννοιες δικαιοσύνη, φύσις και νόμος με
έναν τρόπο που είναι πρωτοποριακός για την ιστορία της σκέψεως. Σε ένα
απόσπασμά του (44Α DK) υποστηρίζει ότι δικαιοσύνη είναι να μην
παραβαίνει κανείς τους νόμους και τα νόμιμα (έθιμα) της πόλης στην
οποία ζει, όταν ενεργεί μπροστά σε άλλους ανθρώπους. Διαφορετικά, πρέπει
να ακολουθεί τα προστάγματα της φύσεως, γιατί αυτά είναι αναγκαία σε
σύγκριση με τα προστάγματα των νόμων, που είναι τεχνητά, ως
δημιουργήματα των ανθρώπων.
Γι’ αυτό, αν παραβεί τους νόμους, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, δεν υφίσταται
καμιά τιμωρία, ενώ, αν παραβεί τις προσταγές της φύσεως, θα πάθει κάποιο κακό,
ανεξάρτητα από το αν τον αντιληφθεί κανείς η όχι.
Στις περισσότερες άλλωστε περιπτώσεις, ό,τι είναι δίκαιο σύμφωνα με τον νόμο, είναι άδικο
σύμφωνα με τη φύση, επομένως, σύμφωνα με τον Αντιφώντα, οι προσταγές της φύσεως είναι
ανώτερες από τις προσταγές του νόμου και έτσι αυτές οι τελευταίες αποτελούν ένα είδος
ανάσχεσης των πρώτων.
Στην επεξεργασία της έννοιας της δικαιοσύνης, ο Αντιφών υποστηρίζει, ότι δίκαιο είναι ούτε να αδικεί
κανείς ούτε να αδικείται, άποψη που βλέπουμε να βελτιώνει τη θέση του Πολέμαρχου στην πλατωνική
Πολιτεία, ότι δίκαιο είναι να ωφελείς τους φίλους και να βλάπτεις τους εχθρούς, άποψη την οποία ο Σωκράτης
ανατρέπει, υποστηρίζοντας την μη ανταπόδοση της αδικίας σε κάθε περίπτωση
(Πλ.Κριτ. 49c): «Οὔτε ἄρα ἀνταδικεῖν δεῖ οὔτε κακῶς ποιεῖν οὐδένα ἀνθρώπων, οὐδ᾽ ἂν ὁτιοῦν πάσχῃ ὑπ᾽ αὐτῶν».
Σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο, ο Αντιφών διακήρυξε για πρώτη φορά
στην ιστορία της ανθρωπότητας την ισότητα όλων των ανθρώπων, αφού όλοι
έχουμε τα ίδια χαρακτηριστικά, όπως μάτια, για να βλέπουμε, μύτη, για να
εισπνέουμε, χέρια, για να τρώμε. Αυτή η ισότητα όλων των ανθρώπων είναι
προφανές ότι καταργεί κάθε διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους σε φτωχούς
η αριστοκράτες, Έλληνες ή βαρβάρους στις διεθνείς σχέσεις και ελεύθερους ή
δούλους στις κοινωνικές συμβάσεις. Βασιζόμενος σε αυτή τη θεωρία, ένας
άλλος σοφιστής, ὁ Αλκιδάμας προώθησε περαιτέρω τη σκέψη αυτή,
διακηρύσσοντας στον Μεσσηνιακὸ λόγο του ότι ο θεός άφησε ελεύθερους
όλους τους ανθρώπους και η φύση δεν προόρισε κανέναν να γίνει δούλος.
Στη διατύπωση αυτή του Αλκιδάμαντα διαπιστώνεται εύκολα ότι θεός και
φύση εξισώνονται. Σημαντική επίσης είναι και η άποψή του, που διασώζει ο
Αριστοτέλης στη Ρητορική του (3, 3. 1406b 11), σύμφωνα με την οποία η
φιλοσοφία είναι προμαχώνας ενάντια στους νόμους, τους οποίους προφανώς
θεωρεί, ως ανθρώπινα δημιουργήματα, περιορισμό της φύσεως.
Επίδραση της θεωρίας του Αντιφώντα ανάμεσα στη φύση και τον νόμο
αναγνωρίζεται στην περίφημη φράση του Ιππία (Πλ. Πρωτ. 337c), με την
οποία κατονομάζει τους παρισταμένους «συγγενεῖς, τε καὶ οἰκείους καὶ
πολίτας, φύσει καὶ οὐ νόμῳ», κάτι που καταδεικνύει, ότι ο ίδιος επιλέγει τη
φύση απέναντι στον νόμο, όπως ο ίδιος στη συνέχεια δηλώνει, ότι ο νόμος,
ως τύραννος, αντίκειται στη φύση, άλλωστε οι νόμοι δεν έχουν καθολική ισχύ,
αφού μπορούν να συμπληρώνονται ή να αλλάζουν.
Καθολικά αντίθετη προς την αντίληψη αυτή ορθώνεται η θεωρία,
σύμφωνα με την οποία το δίκαιο που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις στηρίζεται
επί της ισχύος και όχι επί της φυσικής ισότητας. Βλέπουμε τη θεωρία αυτή να
εκπροσωπείται στο Α΄ Βιβλίο της πλατωνικής Πολιτείας από τον σοφιστή
Θρασύμαχο, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι πραγματικοί άρχοντες των πόλεων
συμπεριφέρονται προς τους υπηκόους τους, όπως οι ποιμένες και οι
βουκόλοι στα ποίμνιά τους, δηλαδή το ενδιαφέρον τους γι’ αυτούς είναι
εντελώς επιφανειακό, επειδή νύχτα μέρα ασχολούνται με το πώς αυτοί θα
ωφεληθούν και καταλήγει, ορίζοντας το δίκαιο ως «τὸ τοῦ κρείττονος
συμφέρον», απέναντι στον σωκρατικό ορισμό «δίκαιόν ἐστι τὸ τὰ ἑαυτοῦ
ἑκάστῳ ἀποδιδόναι».
Η αντίληψη αυτή για την κατίσχυση του ισχυροτέρου στις
διαπροσωπικές, κοινωνικές και διακρατικές σχέσεις, που αποτελεί πεποίθηση
της ακραίας σοφιστικής πτέρυγας, όπως βλέπουμε και στον Καλλικλή του
Γοργία. Βλέπουμε να κυριαρχεί τον Ε΄ αι. π.Χ. Στο ερώτημα αν αυτή η
αντίληψη αποτελεί σύλληψη και επεξεργασία της ακραίας σοφιστικής
πτέρυγας, η περίφημη θουκυδιδίστρια, J. de Romilly, έδωσε τη σωστή
απάντηση, ότι δηλαδή οι σοφιστικοί αυτοί κύκλοι απλώς θεωρητικοποίησαν
μια πρακτική που έβλεπαν να ισχύει σε ένα άναρχο διεθνές περιβάλλον,
ακόμα και μέσα στα όρια ενός εθνικαπελευθερωτικού από την περσική
κυριαρχία συνασπισμού, όπως ήταν η Α΄ Αθηναϊκή ή Δηλιακή Συμμαχία.
Η ισχύς της αντίληψης αυτής στις διακρατικές σχέσεις, δίνεται με
ενάργεια και αφοπλιστική απλότητα στον Διάλογο των Μηλίων, όπου φαίνεται
ότι ο δυνατός επιβάλλει τις θελήσεις του και ο αδύναμος υποχωρεί,
επικαλούμενος τον θεό ή το δίκαιο.
Επειδή η σημερινή διεθνής πραγματικότητα, όπως τη βιώνουμε στην
Ανατολική Μεσόγειο, αποδεικνύει ότι, μολονότι το Διεθνές Δίκαιο είναι jus
cogens, στερείται της δυνατότητας εφαρμογής κυρώσεων κατά των
παραβατών του, είναι σαφές ότι τα ίδια τα κράτη πρέπει να ρίξουν το βάρος
τους στην αμυντική τους θωράκιση.
Σημαντικότερη όμως ώθηση στις γλωσσικές έρευνες και ειδικότερα
στις λεπτές νοηματικές αποχρώσεις των λέξεων έδωσε ο Πρόδικος ο Κείος, ο
οποίος ασχολήθηκε εμπεριστατωμένα με την έρευνα των συνωνύμων λέξεων,
που ήταν απαραίτητες για την ακριβή διατύπωση των οριζομένων εννοιών.
Φημισμένο στην αρχαία εποχή ήταν το σύγγραμμά του Ὦρες, που τις
φανταζόταν σαν θεές της ευφορίας, αφού η γεωργία, σαν θεμέλιο του
ανθρώπινου πολιτισμού έπαιζε κύριο ρόλο στο σύγγραμμά του. Έχει
θεωρηθεί ως στολίδι του συγγράμματος η αλληγορία για το δίλημμα του
Ηρακλή ανάμεσα στην αρετή και την κακία, που αποτυπώθηκε παραστατικά
στο γράμμα Υ, συμβολίζοντας έτσι το τρίστρατο στο οποίο βρίσκεται κάθε
άνθρωπος προτού αποφασίσει.
Στη σοφιστική τετράδα ανήκει και ο Γοργίας ο Λεοντίνος, που το 427
π.Χ. εμφανίσθηκε στην Αθήνα και εντυπωσίασε το αθηναϊκό κοινό με τον
ποιητικό του λόγο. Ο Γοργίας μετέφερε στην ουσία τα διδάγματα της σικελικής
σχολής του Κόρακα και του Τεισία στην Αθήνα, προάγοντας όμως τον
ρητορικό λόγο στα όρια της ποιητικής υποβλητικότητας. Φρόντιζε πάντα οι
προτάσεις και τα μέρη τους να έχουν ίσο αριθμό συλλαβών (πάρισα,
ἰσόκωλα) και να αρχίζουν ή να τελειώνουν με τον ίδιο τρόπο (ὁμοίαρκτα,
ὁμοιοτέλευτα).
Αυτά ονομάσθηκαν από τους αρχαίους Γοργίεια σχήματα,
δηλαδή καλολογικά στοιχεία, με τα οποία ο λόγος γινόταν εντυπωσιακότερος
και ελκυστικότερος, π.χ. Ἐπιτ.: «τὰ μὲν κατὰ βαρβάρων τρόπαια ὕμνους
ἀπαιτεῖ τὰ δὲ κατὰ τῶν Ἑλλήνων θρήνους». Από τον σοφιστή έχουν
διασωθεί μερικά παίγνια (Ἑλένης Ἐγκώμιον, Ὑπὲρ Παλαμήδους Ἀπολογία), τα
οποία χρησίμευαν ως ρητορικά υποδείγματα στους μαθητές του. Η επίδραση
του Γοργία υπήρξε πολύ μεγάλη, γιατί έκτοτε δημιουργείται η έντεχνη
ρητορική.
Την επίδραση του Γοργία συμπληρώνει η αντίστοιχη επίδραση του
Θρασύμαχου, που είναι ο εισηγητής του περιοδικού ύφους, δηλαδή του
κομψού αυτού συνόλου των προτάσεων, όπου η κύρια έννοια αναφέρεται
στην κύρια πρόταση και οι δευτερεύουσες έννοιες στις δευτερεύουσες
προτάσεις. Ο κομψός αυτός υποταγμένος λόγος του περιοδικού ύφους
αποτελεί την κορύφωση της εξέλιξης του ύφους του αρχαιοελληνικού πεζού
λόγου, από την εἰρομένην λέξιν των Ιώνων και του Ηροδότου και το
αντιθετικό ύφος των σοφιστών και του Θουκυδίδη.
Ο κομψός αυτός υποταγμένος που υιοθέτησε ως επίσημο τρόπο έκφρασης ο
πολιτικός και ρήτορας Κικέρων (Α΄ αι. π.Χ.) και ανέλυσε θεωρητικά ο
Κοϊντιλιανός (Α΄ αι. μ.Χ.) στο έργο του De Institutione Oratoria,
μετακενώθηκε στη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία με αποτέλεσμα το ύφος
αυτό να είναι ο σύγχρονος τρόπος σκέψης και γραφής των ευρωπαϊκών
γλωσσών.
Οι επιδράσεις που άσκησε η σοφιστική στην πρόοδο της σκέψης ήταν
αναμφίβολα σημαντικές, γιατί ενήργησαν ως καταλύτες
για την επικράτηση του ορθολογισμού και σε όλες τις εκφάνσεις της
πνευματικής ζωής της Αθήνας.
α. Στη φιλοσοφία, όπου ο Σωκράτης αναγκάστηκε να ασχοληθεί με τη
διδασκαλία της αρετής στους νέους, θεμελιώνοντας έτσι στο δυτικό κόσμο την
έννοια των ηθικών αξιών.
β. Στην ιστοριογραφία, όπου ο Θουκυδίδης, αρνούμενος τη μεταφυσική
αιτιολογία στην εξέλιξη των γεγονότων, θεμελιώνει την επιστημονική
ιστοριογραφία και αναλύει βαθύτατα την παθολογία του πολέμου και την
ανθρώπινη φύση ως σταθερό παράγοντα των γεγονότων.
γ. Στη ρητορική, όπου η έντεχνη μορφή του λόγου εμβάθυνε τη δημοκρατία
και εξέλιξε τον συμβολικό τρόπο σκέψης, που κυριαρχούσε με την τραγωδία
τον Ε΄ αι. π.Χ., σε εννοιολογικό τρόπο σκέψης τον Δ΄ αι. π.Χ. με τα δικαστήρια
και την εκκλησία του δήμου.
δ. Στην τραγωδία, όπου ο Ευριπίδης, επηρεασμένος από τη σοφιστική,
δημιουργεί απομακρυσμένος από την τυπική αρχαιοελληνική σκέψη.
Βασίλειος Λ. Κωνσταντινόπουλος – Σύντομο Βιογραφικό
Ο Βασίλειος Λ. Κωνσταντινόπουλος είναι ο Πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”. Είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και Πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και Διευθυντής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του αυτού Τμήματος, καθώς και του αντίστοιχου Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Ινστιτούτου Βυζαντινών Σπουδών με έδρα τον Μυστρά.
Διδάσκει σε Προπτυχιακά και Μεταπτυχιακά Τμήματα Επική Ποίηση, Ιστοριογραφία και Θέματα Δομής και Ύφους του Αρχαίου Ελληνικού Πεζού Λόγου. Σπούδασε Κλασσική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετεκπαιδεύτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Κολωνίας, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτωρ (Dr. Phil.).
Ασχολείται με εκδόσεις και σχόλια αρχαιοελληνικών κειμένων και έχει συγγράψει πλήθος άρθρων και μονογραφιών σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Έργα του είναι: Περικλέους Επιτάφιος Κριτική και Ερμηνευτική Έκδοση, Εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Ιστοριογραφία Συγκριτική Προσέγγιση των Τριών Ιστορικών της Κλασσικής Περιόδου, Δομή και Λειτουργία των Κλασσικών Γλωσσών, Το Ύφος του Αρχαίου Ελληνικού Πεζού Λόγου, Από την εἰρομένην λέξιν στο Λιτό Ύφος, καθώς επίσης και Από τον Γοργία στον Ισαίο, Τα Αποσπάσματα του Ομηρικού Υπομνήματος του Γραμματικού Ηλιόδωρου, το Ομηρικό Λεξικό του Απολλώνιου Σοφιστή κ.ά, ενώ ασχολείται με την έκδοση των γερμανικών αρχείων της Κατοχής.