Η σχέση μεταξύ Ελληνικών ή με Ελληνικό ενδιαφέρoν πολιτισμών του Αιγαίου και της Μ. Ανατολής και των μεγάλων θαλάσσιων και χερσαίων επιδρομών σε Ανατολία και Ν.Α. Μεσόγειο ετερόκλητων φυλετικών ομάδων, γνωστών από τα βασιλικά Αιγυπτιακά αρχεία σαν «Λαοί της Θάλασσας», κατά τους 13ο με 11ο αιώνες π.Χ.
(Επιθεώρηση Ιστορικών Θεμάτων CORPUS, τεύχος 38, Μάϊος 2002, σσ 72-83)
Δρ. Στέφανος Βογαζιανός –Roy. Εθνολόγος Μόνιμο Μέλος Γενικού Συμβουλίου
Παν/μίου Γλασκώβης Μ.Βρετανίας, αντιπρόεδρος Παγκόσμιου Φιλοσοφικού Φόρουμ,
μέλος Διεθνούς Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών , Florida ,USA
Η περίοδος από το 1300 έως το 1050 π.Χ. περίπου είναι μία από τις πιο ταραγμένες αλλά και καταλυτικές σ’ όλη την Ιστορία της Α. Μεσογείου. Είναι η εποχή που σημειώθηκαν μεγάλες ανακατατάξεις στις πολιτισμικές, εμπορικές, οικονομικές και στρατιωτικές ισορροπίες της περιοχής αυτής, ισχυρά βασίλεια – πολιτιστικά κέντρα κατέρρευσαν, νέες εθνότητες αναδύθηκαν και τα δημογραφικά δεδομένα μεταβλήθηκαν. Μία από τις βασικότερες αιτίες όλων αυτών των αλλαγών είναι η εξαιρετικά έντονη πληθυσμιακή κινητικότητα διαμέσου ξηράς και θάλασσας σ’ όλες τις περιοχές της Ν.Α. Μεσογείου, η μετακίνηση δηλαδή με σταδιακά κλιμακούμενο ρυθμό, πληθυσμιακών μαζών από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου προς Ανατολάς και άλλων από την Ανατολία (Μ. Ασία) προς Νότο (Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτο). Οι αιτίες αυτών των μετακινήσεων, παρ’ ότι δεν
2
είναι σαφείς, φαίνεται ότι σχετίζονται με τα γενικότερα παρακμιακά συμπτώματα που κάποτε παρουσιάζουν όλες οι σημαντικές ιστορικά πολιτισμικές εστίες. Τη σχέση μεταξύ των εθνοτήτων που ενέχονται σ’ αυτές τις μετακινήσεις θα εξετάσουμε εδώ και για να το κάνουμε αυτό θα ξεκινήσουμε από μια ενδιαφέρουσα φάση της Αιγυπτιακής Ιστορίας.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ ΜΕΡΝΕΠΤΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΛΙΒΥΩΝ
ΚΑΙ ΤΩΝ «ΒΟΡΕΙΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ ΤΟΥΣ»
Περίπου 60 με 65 χρόνια μετά την μάχη στο Καντές στον ποταμό Ορόντη στη Συρία (το 1286-5 π.Χ.) όπου η Αίγυπτος του Ραμσή του ΙΙ και οι Χιτίτες του Μουγατάλι συγκρούσθηκαν με ουσιαστικούς νικητές τους δεύτερους και τον περιορισμό της Αιγυπτιακής επικράτειας μέχρι την Νότια Συρία (Παλαιστίνη) σαν συνέπεια, η Αίγυπτος αντιμετώπισε μια καινούργια απειλή. Στον πέμπτο χρόνο (περίπου 1220) της βασιλείας του Φαραώ Μερνεπτά, ο βασιλιάς της Λιβύης Μέριρι επικουρούμενος από μια μεγάλη ομάδα ετερόκλητων ενοτήτων, επεχείρησε να εισβάλει στην Αίγυπτο. Οι σχετικές επιγραφές στο Καρνάκ μας πληροφορούν ότι μετά από μεγάλη μάχη στις 15 Απριλίου, πιθανότητα, του 1220, ο Μερνεπτά τους νίκησε κατά κράτος. Οι σύμμαχοι των Λίβυων αναφέρονται σαν «λαοί από το Βορρά» στις επιγραφές του Καρνάκ και είναι οι Σερντέν, οι Λούκα, οι Εκουές, οι Τερές και οι Σεκελές (1). Απ’ αυτούς οι Σερντέν εμφανίζονται τουλάχιστον από τις αρχές του 14ου αιώνα να δρουν στην περιοχή της μετέπειτα Φοινικικής πόλης της Βίβλου, αλλά και σαν σύμμαχοι του Ραμσή ΙΙ εναντίον των Χιτιτών στη μάχη του Καντές. Πιθανότατα ένα είδος σκληροτράχηλων μισθοφόρων που προσέφεραν ευκαιριακές υπηρεσίες σ’ όποιους τους πλήρωναν καλύτερα, οι Σερντέν εμφανίζονται οπλισμένοι με ξίφη και ακόντια, στρογγυλές ασπίδες, κοντούς χιτώνες και κερασφόρα κράνη, το όνομά τους δε δημιουργεί πιθανότητες σύνδεσής τους με τις Σάρδεις και τη Σαρδηνία (2).
Οι Λούκα ήταν σύμμαχοι των Χιτιτών στη μάχη του Καντές. Ήταν γενικότερα γνωστοί για την πειρατική τους δράση ήδη από τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., με ορμητήριο πιθανότατα τη νοτιοδυτική Ανατολία. Η Κύπρος (γνωστή σαν Αλασίγια στις γραπτές μαρτυρίες των σύγχρονων με τα γεγονότα που εξετάζουμε πολιτισμών της Α. Μεσογείου) υπήρξε συχνά θέατρο των πειρατικών τους επιδρομών. Κάποια Χιτιτικά κείμενα αναφέρουν τους Λούκα μαζί με τους Κάσκα, έναν άλλο λαό – σύμμαχο των Χιτιτών στη μάχη του Καντές, ίσως γιατί και οι δύο αυτοί λαοί μοιράζονταν τη φήμη πειρατών. Ίσως οι Λούκα να «κρύβονται» πίσω απ’ τις αναφορές μεταγενέστερων Ελλήνων ιστορικών, όπως ο Ηρόδοτος, ο Παυσανίας, ο Στράβωνας κ.ά., στους Κάρες πειρατές που λυμαίνονταν το Αιγαίο στους Ιστορικούς χρόνους (3). Οι υπόλοιποι απ’ τους συμμάχους των Λιβύων στον πόλεμό τους
3
εναντίον του Φαραώ Μερνεπτά το 1220 π.Χ. περίπου δεν έχουν προγενέστερη παρουσία, τουλάχιστον όσον αφορά τις γραπτές και αρχαιολογικές μαρτυρίες. Οι Εκουές ωστόσο, που παρουσιάζονται σαν το πολυπληθέστερο γκρουπ μεταξύ των συμμάχων των Λιβύων στον προαναφερθέντα πόλεμο, έχουν συνδεθεί με τους Ομηρικούς Αχαιούς αλλά και τους επονομαζόμενους «Αχιγιάγουα» των Χιτιτικών κειμένων. Οι Αχιγιάγουα αναφέρονται στα Χιτιτικά κείμενα σαν λαός που κατοικούσε στη Β.Δ. Ανατολία, δηλαδή μέσα στην ευρύτερη περιοχή της Ομηρικής Τροίας. Είναι λαός που, πάντα σύμφωνα με τα Χιτιτικά κείμενα, δρα άλλοτε φιλικά και άλλοτε εχθρικά προς τους Χιτίτες. Μεταξύ των βασιλικών Χιτιτικών αρχείων που αναφέρονται στους Αχιγιάγουα, αξίζει ν’ αναφερθεί το γράμμα του βασιλιά Μουγατάλι (τέλη 14ου, αρχές 13ου αιώνα) προς τον «Αλαξάντου, ηγέτη της Γιλούσα» (ενδεχομένως παραφθορά του «Αλέξανδρος», δεύτερου ονόματος του Ομηρικού Πάρη, και του «Ίλιον», ονόματος της Ομηρικής Τροίας) στο οποίο υπάρχει αίτημα για ενημέρωση και συμμαχία των δύο ηγεμόνων εναντίον επικείμενων επαναστατικών ενεργειών κατά των Χιτιτών στην περιοχή του ποταμού Σέχα που βρισκόταν στη Δ. Ανατολία κάπου μεταξύ των βασιλείων της Ασούγα και Αρζάγουα, δηλαδή όχι μακριά απ’ την Ομηρική Τροία. Άξιο μνείας είναι επίσης το μέρος εκείνο του αρχείου του βασιλιά Τουντχολίγια IV (1265 – 1215 περίπου) που μιλάει για «επανάσταση» και εχθροπραξίες» κάποιων λαών, μεταξύ των οποίων και οι Αχιγιάγουα, στην περιοχή του ποταμού Σέχα, εναντίον των Χιτιτών και για επιτυχημένη εκστρατεία του εναντίον τους. Με δεδομένο ότι ο Μουγατάλις είναι προγενέστερος, φαίνεται ότι οι φόβοι των Χιτιτών για πόλεμο εναντίον τους από τους Αχιγιάγουα, τελικά επαληθεύτηκαν στην εποχή του Τουντχαλίγια IV. Αξίζει ακόμα ν’ αναφερθεί το γράμμα ενός Χιτίτη βασιλιά του 2ου μέρους του 14ου αιώνα που ζητάει την επέμβαση του βασιλιά των Αχιγιάγουα για τον περιορισμό κάποιου Πιγιαμαράντου που έκανε επιδρομές σε Χιτιτικά εδάφη και φαίνεται ότι ήταν υπό την προστασία των Αχιγιάγουα (Ο Χιτίτης βασιλιάς αναφέρει, πριν εκφράσει το αίτημά του, ότι είχε εισβάλει στην περιοχή της Μιλαγάντα – ίσως παραφθορά της μετέπειτα Ιωνικής αποικίας της Μιλήτου – για τη σύλληψη του ταραχοποιού, εις μάτην όμως). Άξιο μνείας επίσης το κείμενο απ’ τα χρονικά του βασιλιά Μούρσιλι ΙΙ (λίγο μετά το 1340) όπου σχετίζονται η Μιλαγάντα και οι Αχιγιάγουα· και τέλος το κείμενο απ’ τα αρχεία του βασιλιά Αρνουγάντα ΙΙΙ (πιθανότατα λίγο πριν το 1200) όπου κάποιος Χιτίτης υπήκοος, ονόματι Μαντουγάτα, αφού εκδιώχθηκε απ’ το βασιλείο του από κάποιο Αταρσίγια, άνθρωπο των Αχιγιάγουα, και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Ζιπάλσα που του δόθηκε σαν πολιτικό άσυλο απ’ τους Χιτίτες, συνέχισε να καταδιώκεται απ’ τον Αταρσίγια έως ότου ο ίδιος ο Αρνουγάντας έστειλε εκστρατευτικό σώμα και αποκατέστησε τον Μαντουγάτα στην αρχική και κοινωνική θέση και πατρίδα. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Αρνουγάντας προβάλλει εδαφικές αξιώσεις επί της Κύπρου στο ίδιο κείμενο. Από τα
4
δεκαοχτώ Χιτιτικά κείμενα που αναφέρονται στους Αχιγιάγουα, μπορούμε συνολικά να συμπεράνουμε ότι δεν έχουμε καμία σοβαρή ένδειξη ότι το βασίλειό τους βρισκότανε εκτός Ανατολίας κι ότι συνεπώς ταυτιζότανε με τις Μυκηναϊκές μητροπόλεις. Το πιθανότερο είναι ότι βρισκότανε κάπου στη Δυτική και, πιθανότατα Βορειοδυτική Ανατολία, ενδεχομένως κοντά στη Μίλητο λόγω των ισχυρών αρχαιολογικών ενδείξεων για Μυκηναϊκή επίδραση εκεί. Ακόμα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το βασίλειο των Αχιγιάγουα ήταν ανεξάρτητο και αρκετά ισχυρό ώστε να μπορεί να προβληματίσει τους Χιτίτες αλλά και να αποσπάσει το σεβασμό του βασιλιά τους που στα σχετικά κείμενα προσφωνεί τον ομόλογο του βασιλιά των Αχιγιάγουα «αδελφό του» κι ότι η σχέση του με τους Χιτίτες ήταν άλλοτε φιλική, άλλοτε εχθρική. Η σύγκρουσή τους με τους Χιτίτες στον ποταμό Σέχα, λόγω και της χρονικής εγγύτητας, ίσως να σχετίζεται με τον Τρωϊκό Πόλεμο, οπότε πιθανό είναι οι Αχιγιάγουα να ήταν μέρος των Αχαιών που είχαν εκστρατεύσει και πολεμούσαν εναντίον της Τροίας και οι οποίοι συγκρούσθηκαν σε κάποια φάση με τους Χιτίτες (για λόγους εδαφικών διεκδικήσεων ή γιατί οι Αχαιοί βοήθησαν κάποια τοπική φυλή που είχε επαναστατήσει εναντίον των Χιτιτών). Δεν αποκλείεται ωστόσο οι Αχιγιάγουα στην περιοχή του ποταμού Σέχα να ήταν οι ίδιοι οι Τρώες, κι αυτό γιατί τόσο οι μεγάλες ποσότητες Μυκηναϊκής κεραμεικής (της εποχής 1300-1200) που ΄βρέθηκαν στην φάση κατοίκησης VIIA που είναι η αρχαιολογική ονομασία της Ομηρικής Τροίας αλλά και στις δύο αμέσως επόμενες φάσεις κατοίκησης της ίδιας πόλης, όσο και το ότι η χαρακτηριστική «Μινύειος» κεραμεική της Μέσης Εποχής του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα φαίνεται ότι μεταφέρθηκε ως εκεί από την περιοχή της Τρωάδας όπου πρωτοεμφανίσθηκε περί το 2200 – 2000, δείχνουν μια ισχυρή πολιτισμική, αν όχι και φυλετική, σχέση Ελληνικών και Τρωικών φύλων. Αν μάλιστα οι Αχιγιάγουα είναι οι Ομηρικοί Αχαιοί και με δεδομένη την πολεμική τους δράση στη Δυτική Ανατολία και κοντά στην περιοχή της Τρωάδας, τότε ο Τρωικός Πόλεμος μπορεί να θεωρηθεί σαν μια μείζονος έκτασης και σημασίας εκστρατεία και σύγκρουση μεταξύ ενός «μητροπολιτικού» στρατού Αχαιών και μιας μεθοριακής στην Δ. Ανατολία, αλλά και ιδιαίτερα ισχυρής Μυκηναϊκής αποικίας, της Τροίας η οποία είχε στασιάσει, ή κάποιος τοπικής μη Ελληνικής φυλής που ωστόσο είχε ισχυρές πολιτισμικές διασυνδέσεις με τον μεσοελλαδικό (2000-1550) και Μυκηναϊκό (1550-1100) κόσμο. Τα ίχνη καταστροφής από πυρκαγιά και οι μεγάλες ποσότητες Μυκηναϊκής κεραμεικής στον αρχαιολογικό «στρώμα» της Ομηρικής Τροίας αλλά και στα δύο επόμενα, καθώς και ο συνδυασμός αυτών των δεδομένων με τις πληροφορίες για τους Αχιγιάγουα στα Χιτιτικά κείμενα και βεβαίως με το σχετικό υλικό απ’ τα Ομηρικά Έπη έχουν κάνει την διεθνή επιστημονική κοινότητα να συμφωνεί έως τώρα με την χρονολόγηση από τον Αμερικάνο αρχαιολόγο Blegen του Τρωικού Πολέμου γύρω στο 1250-1230 (4).
5
Σχετικά με τους Τερές έναν ακόμα απ’ τους «λαούς της Βόρειας Συμμαχίας» που πολέμησε εναντίον του Φαραώ Μερνεπτά το 1220, ένα Χιτιτικό κείμενο του βασιλιά Τουντχαλίγια IV αναφέρεται σε κάποια φυλή με το όνομα Τα-ρου-ί-σα που μπορεί να είναι οι ίδιοι με τους Τερές που πολέμησαν τον Μερνεπτά. (Ο Τουντχαλίγια IV βασίλεψε από το 1265 έως το 1215, και οι συγκρούσεις του Μερνεπτά με τους εισβολείς από τον Βορρά έγιναν το 1220). Το Χιτιτικό κείμενο «τοποθετεί» τους Ταρουίσα στη βόρεια Ασούγα, κοντά δηλαδή στην περιοχή της Τρωάδας, αλλά πολύ πιθανή είναι επίσης και η «τοποθετησή» τους κοντά στην Λυδία των ιστορικών χρόνων (περί τα μέσα της δυτικής Ανατολίας) απ’ όπου, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί μετανάστευσαν στην κεντρική Ιταλία. Μια τέτοια γεωγραφική σύνδεση θα συνέδεε τους Τερές του Μερνεπτά με τους Ταρουίσα των Χετταίων και εν συνεχεία με τους Τυρρηνούς και τέλος με τους Ετρούσκους.
Οι Τερές πιθανότατα μετείχαν και στο επόμενο «κύμα» των «βόρειων εισβολέων» στην Αίγυπτο, περισσότερο γνωστών σαν «Λαών της Θάλασσας» που πολέμησαν εναντίον του Ραμσή ΙΙΙ το 1186. Σ’ ένα γλυπτό στο ναό του Μεντινέτ Χαμπού στις Άνω Θήβες της Αιγύπτου, ένας ηγέτης των Τερές απεικονίζεται αιχμάλωτος μετά τη μάχη του 1186. Έχει παχιά χείλη, κοντή και παχιά μύτη, είναι γενειοφόρος και μάλλον δεν φοράει κράνος. Οι Τερές μαζί με τους Πελεσέτ, που επίσης εμφανίζονται να πολεμούν εναντίον του Ραμσή ΙΙΙ το 1186 (μοναδική φορά που αναφέρονται στα Αιγυπτιακά κείμενα), αναφέρονται σαν λαοί «από τα μέσα της θάλασσας», σε μια στήλη που στήθηκε για να εξάρει το θρίαμβο του Ραμσή ΙΙΙ και που βρέθηκε στο Ντεΐρ ελ Μεντινέ της Αιγύπτου (5).
Τα Χιτιτικά κείμενα δεν κάνουν μνεία των Σεκελές που πρωτοεμφανίζονται στα Αιγυπτιακά κείμενα το 1220 σαν εισβολείς εναντίον του Μερνεπτά και ξανά το 1186 στα κείμενα του Μεντινέτ Χαμπού, σαν εισβολείς εναντίον της Αιγύπτου του Ραμσή ΙΙΙ. Οι Σεκελές έχουν «συνδεθεί» με τους κατοίκους της νοτιοανατολικής Σικελίας κατά τους ιστορικούς χρόνους. Έλληνες άποικοι του 8ου αιώνα είχαν βρει στη Σικελία μια φυλή που λέγονταν «Σίκελς» και για τους οποίους πίστευαν ότι είχαν έρθει στη Σικελία από την Ν. Ιταλία μετά τον Τρωικό Πόλεμο. Από την πλευρά της αρχαιολογίας, παρατηρείται διακοπή μεταξύ της φάσης κατά την οποία ακμάζουν οι συνοικισμοί της Θαψού (στο μικρό ομώνυμο νησάκι δίπλα στην ανατολική όχθη της Σικελίας και σ’ άλλα γήρω νησάκια όπως επίσης και στην ανατολική όχθη της Σικελίας) όπου πιθανότατα υπήρχε Μυκηναϊκή αποικία κατά τον 13ο αιώνα, και εκείνης της φάσης όπου ακμάζουν οι συνοικισμοί της Πανταλικής, περιοχών δηλαδή στα ενδότερα της Σικελίας. Αυτές οι αλλαγές σημειώνονται κατά το 1200, όταν δηλαδή η φάση της Θαψού παραχωρεί τη θέση της σ’ εκείνην της Πανταλικής (περίοδος που ανήκει στην πρώτη δεκαετία μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο καθώς και στην πρώτη φάση καταστροφών του Μυκηναϊκού πολιτισμού και των συνεπακόλουθων μεταναστευτικών κυμάτων), όταν η Μυκηναϊκή κεραμεική του λεγόμενου ΙΙΙ Β
6
τύπου που αφθονούσε στην περίοδο της Θαψού, εξαφανίζεται και δίνει τη θέση της σε ένα τύπο κυπέλων με ψηλό πόδι και υψηλής ποιότητας κόκκινο στίλβωμα, φτιαγμένων σε τόρνο, που θυμίζει τον τύπο της μονόχρωμης κεραμεικής από την Ανατολία της εποχής του Χαλκού αλλά και αρκετών απ’ τα λεγόμενα «Φιλισταϊκά» αγγεία, δηλαδή ενός άλλου «λαού της Θάλασσας», των Φιλισταίων, που εμφανίζονται στο δεύτερο κύμα επιδρομέων εναντίον της Αιγύπτου, το 1186. Οι συνοικισμοί της Πανταλικής, σε αντίθεση μ’ εκείνους της Θαψού, είναι στα ενδότερα της Σικελίας, είναι μεγαλύτεροι και έχουν εκτενή νεκροταφεία με σκαλισμένους σε βράχους τάφους, κάτι που αφίσταται απ’ την μέχρι και την προηγούμενη φάση της Θαψού επικρατούσα Μυκηναϊκή ταφική αρχιτεκτονική. Το εμπόριο με το Αιγαιακό κόσμο έχει πλέον χαθεί, και γενικά παρατηρούμε μια εικόνα κοινωνίας περισσότερο επιφυλακτικής και πιο βασισμένης στον εαυτό της.
Αν τότε, δηλαδή με την εμφάνιση της Παντολικής περιόδου, καταφθάνουν και εγκαθίστανται οι Σίκελς στην περιοχή αυτή της Σικελίας από τη Ν. Ιταλία, θα μπορούσαμε να πιθανολογήσουμε ότι δεν πρόκειται για Αιγαιακό πολιτισμό, αλλά για κάποιο λαό με πολιτιστικές (τουλάχιστον) διασυνδέσεις με την Ανατολία που έχοντας ξεκινήσει από κάποιο μέρος της, όχι πολύ μετά τον Τρωικό Πόλεμο, συμμάχησε μ’ άλλους «λαούς της θάλασσας», φυλές δηλαδή που εκινούντο μαζικά προς το Ν.Α. άκρο της Μεσογείου (ίσως σ’ αναζήτηση καλύτερης γης για εγκατάσταση) και, αφού ηττήθηκε απ’ τους Αιγύπτιους του Μερνεπτά το 1220, διασκορπίστηκε ανά την Μεσόγειο μ’ ένα μέρος τους να καταφθάνει στη Ν. Ιταλία απ’ όπου μετακινήθηκε αργότερα στην Σικελία (6).
ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ ΤΩΝ «ΦΥΛΩΝ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ»
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΡΑΜΣΗ ΙΙΙ
Μετά από ένα διάστημα δέκα – δεκαπέντε χρόνων μετά το 1220, το οποίο ήταν μια περίοδος ειρήνης και ησυχίας για την Αίγυπτο, όπως μας πληροφορεί η «στήλη της Νίκης του Μερνεπτά», και μιας περιόδου της «Μεσοβασιλείας» γύρω στο 1200, οπότε και κυριάρχησε μια κατάσταση οικονομικού και διοικητικού χάους στη χώρα, ο Φαραώ Σεκνάκτ αποκατέστησε την τάξη και εγκαινίασε την 20η δυναστεία. Μετά τη σύντομη (1-2 χρόνια) θητεία του στο θρόνο, τον διαδέχθηκε το 1194 ο γιος του Ραμσής ΙΙΙ, όπως μαθαίνουμε απ’ τον πάπυρο Harris, τον μεγαλύτερο σωζόμενο πάπυρο σχετικά με την πρώιμη Αιγυπτιακή Ιστορία. Ο Ραμσής ΙΙΙ αποκατέστησε το κλονισμένο διεθνές κύρος της Αιγύπτου με νικηφόρους πολέμους, ο σπουδαιότερος απ’ τους οποίους ήταν στο όγδοον χρόνο της βασιλείας του, το 1186, εναντίον μιας μεγάλης κλίμακος εκστρατείας ενός συνασπισμού βορείων επιδρομέων «από τις χώρες της θάλασσας», όπως μας πληροφορούν οι σχετικές
7
επιγραφές στο μεγάλο Ναό του Μεντινέντ Χαμπού και στον πάπυρο Harris αλλά και άλλες μικρότερης εμβέλειας σχετικές αιγυπτιακές πηγές. Οι φυλές αυτές που απείλησαν την Αίγυπτο από ξηρά και θάλασσα το 1186 ήταν οι Πελεσέτ, οι Τζεκέρ, οι Ντενυέν, οι Σεκελές και οι Γουεσές. Οι Σαρντάνα αναφέρονται σαν μέρος των επιδρομέων αυτών μόνο στον Πάπυρο Harris και οι Τερές σαν τέτοιοι μόνο στην στήλη του Ντεΐρελ Μεντινέ. Έγιναν δύο μεγάλης έκτασης και ιδιαίτερα αποφασιστικές μάχες, η μία στην ξηρά και κάπου κοντά στ’ ανατολικά σύνορα της Αιγύπτου – πιθανότατα μεταξύ Αιγύπτου και Παλαιστίνης ή βόρεια της Χαταάν – και η άλλη στο Δέλτα του Νείλου.
Και στις δύο οι Αιγύπτιοι νίκησαν κατά κράτος τους «Λαούς της Θάλασσας» που απεικονίζονται στις σχετικές τοιχογραφίες του Ναού στο Μεντινέτ Χαμπού, τουλάχιστον όσον αφορά το χερσαίο τμήμα τους, σαν μια μεγάλη ομάδα προσφύγων ή μεταναστών με βοϊδάμαξες όπου μεταφέρουν τις οικογένειές τους. Τόσο οι Πελεσέτ όσο και οι Τζεκέρ αλλά και οι Ντενυέν και οι Γουεσές φοράνε κράνη που καταλήγουν σε φτερά ή κάποιου είδους διπλωμένο υλικό όπως π.χ. λινό ύφασμα ή βούρλα κατακόρυφα τοποθετημένα, κοντούς χιτώνες, πανοπλία χωρισμένη σε λωρίδες, είναι οπλισμένοι με μακριά σπαθιά, ακόντια και μεγάλες στρογγυλές ασπίδες, ενώ τα πλοία τους θυμίζουν ένα που απεικονίζεται σε μια τοιχογραφία του 16ου αιώνα στη Σαντορίνη, το οποίο έχει τα ίδια τετράγωνα ξάρτια, το ίδιο μεγάλο κεντρικό πανί και κωπηλάτες που ήσαν απαραίτητοι για ταξίδια μεγάλων αποστάσεων, καθώς και διπλό σύστημα παιδαλιούχησης. Από ανθρωπολογικής πλευράς οι «Λαοί της Θάλασσας» απεικονίζονται λεπτοί, οστεώδεις, με σκληρά χαρακτηριστικά και αγέρωχη όψη. Μετά τη νίκη του ο Ραμσής ισχυρίζεται ότι εγκατέστησε τους επιζήσαντες απ’ αυτούς τους επιδρομείς σε «ακριτικούς» στρατιωτικούς καταυλισμούς στις παραμεθόριες περιοχές μεταξύ Αιγύπτου και νότιας Παλαιστίνης σαν επ’ αμοιβή τοποτηρητές και φύλακες των εκεί Αιγυπτιακών συμφερόντων (7).
Οι Λαοί της Θάλασσας, που πριν φτάσουν στην Αίγυπτο, είχαν σύμφωνα με τα Αιγυπτιακά αρχεία, καταστρέψει τα βασίλεια των Χιτιτιτών (Κεντρική Ανατολία), της Κιλικίας (Ν.Α. Ανατολία), της Αρζάγουα (Νότια – Κεντρική Ανατολία), της Καρκέμις (Β.Α. Συρία), της Αμούρου (Β. Συρία, νότια του ποταμού Ορόντη) και της Κύπρου (αλλά και της Ούγκαριτ στη Β. Συρία, όπως προκύπτει από το συνδυασμό αρχαιολογικών ενδείξεων και της βασιλικής αλληλογραφίας Κύπρου και Ούγκαριτ) έχουν, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο συνδεθεί με λαούς που είτε ανήκουν είτε σχετίζονται με τον ευρύτερο Ελληνόφωνο κόσμο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο. Αυτό κατά πρώτο λόγο συμβαίνει με τους Πελεσέτ και κατά δεύτερο με τους Ντενυέν και Τζεκέρ. Οι Πελεσέτ έχουν ταυτισθεί με τους Βιβλικούς Φιλισταίους τόσο λόγω της ονομαστικής ομοιότητας όσο και του γενικότερου Αιγαιακού προφίλ που τους χαρακτηρίζει, ενώ οι Φιλισταίοι επίσης δείχνουν να έχουν
8
έντονες Αιγαιακές και δη Κρητομυκηναϊκές διασυνδέσεις τόσο εξαιτίας της ευρύτερης φιλολογικής μαρτυρίας όσο και των αρχαιολογικών ενδείξεων.
ΟΙ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ ΚΑΙ Η ΑΙΓΑΙΑΚΗ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Οι Πελεσέτ – Φιλισταίοι αναφέρονται στην Π. Διαθήκη σαν οι κύριοι ανταγωνιστές των Ισραηλιτών για την κυριότητα της Παλαιστίνης και κυρίως των παράκτιων πεδινών περιοχών της, εκεί δηλαδή που βρίσκονταν οι πέντε κύριες Φιλισταϊκές πόλεις: η Γάζα, η Ασντόντ, η Εκρόν, η Άσκαλόν και η Γκαθ.
Στα κείμενα της Π. Διαθήκης οι Φιλισταίοι εμφανίζονται σαν ο κατ’ εξοχήν αλλόφυλος, επικίνδυνος για τους Ισραηλίτες και μισητός λαός που «έχει έρθει απ’ την Κάφτορ» και συχνά συνδέεται με τους «Κερεθίτες» (βιβλία των Κριτών και των βασιλέων, του Σαμουήλ, προφητείες του Άμος, Ιερεμία, Ιεζεκιήλ και Ζεφανία). Η Κάφτορ είναι κυρίως η Κρήτη όπως μαρτυρούν Αιγυπτιακά κείμενα και απεικονίσεις απ’ τις εποχές των Τούθμωση και Χατσεπσούτ (μέσα της 2ης χιλιετίας) που αφορούν τους «ανθρώπους απ’ την χώρα του Κεφτιού», αλλά ο όρος αργότερα διευρύνθηκε γεωγραφικά και περιελάμβανε γενικότερα τον Αιγαίο χώρο. Οι «Κερεθίτες» που κατοικούσαν στην περιοχή του Νεγκέβ, στην ενδοχώρα της Γάζας, πρέπει να ήσαν Κρητικής καταγωγής ή συγγένειας και δεν αναφέρονται στην Π. Διαθήκη ποτέ ξεχωριστά απ’ τους Φιλισταίους. Ωστόσο στον Πίνακα των Εθνών του βιβλίου της Γένεσης, οι Φιλισταίοι αναφέρονται σαν προερχόμενοι απ’ τους Κασλούχιμ των οποίων «πατέρας ήταν ο Αίγυπτος». Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες δεν επιβεβαιώνουν Αιγυπτιακή καταγωγή για τους Φιλισταίους, αντίθετα με ό,τι αφορά τον Κρητομυκηναϊκό κόσμο με τον οποίο ο υλικός Φιλισταϊκός πολιτισμός έχει αξιοσημείωτα κοινά. Πιθανότατα τα βιβλικά κείμενα έχουν παρανοήσει το βάρος των περιοχών καταγωγής των Φιλισταίων και φαίνεται σωστότερο, βάσει τόσο των αρχαιολογικών όσο και των φιλολογικών μαρτυριών, να ισχυριστούμε ότι οι Φιλισταίοι πέρασαν μεν από την Αίγυπτο (ανάμνηση της εισβολής, ήττας τους εκεί και εγκατάστασής τους απ’ τον Ραμσή ΙΙΙ στην Παλαιστίνη), αλλά κατάγονται ή συγγενεύουν πολιτιστικά τουλάχιστον με τους Κρητομυκηναίους.
Απ’ όλους τους «Λαούς από το Βορρά» ή «Λαούς της Θάλασσας» και των δύο επιδρομών κατά των Αιγυπτίων (1220 και 1186) μόνοι οι Πελεσέτ – Φιλισταίοι αποτελούν βιβλικό φύλο αλλά και την πιο καλά καταγεγραμμένη, από φιλολογική και αρχαιολογική άποψη, ιστορική παρουσία. Η κεραμεική
9
τους, που έχει βρεθεί σε μέρη όπως η Ασντόντ, η Τελ Εϊτούν, η Μεγκίντο, Μπεθ Σαν, η Ντεϊρ Αλλάχ, η Χαζόρ, η Ντελ Νταν και η Τελ Κασιλέ, είναι ένα κράμα Υστερομυκηναϊκής κεραμεικής, του λεγόμενου «πυκνού (ΙΙΙ C1β, 1200-1130) τύπου», όσον αφορά αρκετά σχήματα και διακοσμητικά σχέδια, και γηγενούς, Συρο-παλαιστινιακής παράδοσης που εντοπίζεται στον πηλό, την ματ διακοσμητική βαφή σε κόκκινο και μαύρο πάνω σε υπόλευκο φόντο και κάποια σχήματα και θέματα διακόσμησης, όπως το πουλί που κοιτάζει πίσω(8). Υπάρχουν επίσης κι άλλες πτυχές του Φιλισταϊκού πολιτισμού που έχουν Αιγαιακό προφίλ, όπως η πήλινη, καθιστή γυναικεία μορφή απ’ έναν χώρο λατρείας στην Αστόντ, με σημαντική Φιλισταϊκή κεραμεική της φάσης που ακολουθεί τους πολέμους του Ραμσή ΙΙΙ με τους «Λαούς της Θάλασσας».
Ακόμα, οι Φιλισταϊκοί τάφοι στην Τελ-Φάρα στην Ν. Παλαιστίνη θυμίζουν έντονα Μυκηναίκούς θαλαμοειδείς τάφους, αν και ίχνη νεκρικών καύσεων του 11ου αι. στην Χαζόρ και στην Χαμάθ, καθώς και οι σαρκοφάγοι με τις εγχάρακτες ανθρωπόμορφες παραστάσεις του 12ου αι. στην Μπεθ Σαν (παρ’ ότι αυτές οι τελευταίες σαν έθιμο είναι Αιγυπτιακής προέλευσης) δείχνουν ότι οι Φιλισταίοι είχαν υιοθετήσει και αυτούς τους τρόπους διάθεσης των νεκρών τους. Αξίζει να σημειωθούν ακόμα τα τελετουργικά σκεύη τους, όπως οι κέρνοι με τη μορφή κρατήρων ή γαβαθών με κύπελα ή ειδώλια κολλημένα στα χείλη τους, καθώς και τα λεοντόμορφα ρυτά στον ναό της Τελ – Κασιλέ και τα νεκροταφεία της Χαζόρ και Τελ – Εϊτούν. Αυτά είναι αντικείμενα με έντονες Μυκηναϊκές (1400 και έως το 1050 όσον αφορά τους κυπελόχειλους κρατήρες, και 1200-1050 σχετικά με τους ειδωλιόχειλους, αντίστοιχα των οποίων έχουν βρεθεί στην Ιάλυσο της Ρόδου και στην Περατή της Αττικής) αλλά και Υστερομινωικές επιδράσεις, αφού ο κέρνος είναι καθαρά Μινωικής καταγωγής από το 2800, ενώ τα λεοντοκέφαλα ρυτά επίσης χρησιμοποιούνται στην Κρήτη τουλάχιστον από το 1400-1050.
Στα Φιλισταϊκά σπίτια κυριαρχεί το ορθογώνιο ή κυκλικό αρχιτεκτονικό μοντέλο, ενώ σε μερικά κτίσματα στην Γκέζερ και Τέλες – Σάφι συναντά κανείς τον χαρακτηριστικό Μινωικού τύπου φωταγωγό. Τα επιθέματα χρυσού φύλου που βρέθηκαν σε κάποιες απ’ τις ανθρωπόμορφες σαρκοφάγους της Μπεθ– Σαν μας θυμίζουν τις νεκρικές μάσκες στους βασιλικούς ταφικούς κύκλους των Μυκηνών, ενώ μια ομάδα σφραγίδων που έχει βρεθεί κοντά στη Γάζα θυμίζει Μινωικές σφραγίδες· τέσσερις πινακίδες που έχουν βρεθεί στην Ντεΐρ–Αλάχ και χρονολογούνται στις αρχές του 12ου αι. περιέχουν πενήντα χαρακτήρες σε σύνολο δεκαπέντε λέξεων, που θυμίζουν αντίστοιχους της Μινωικής Γραμμικής Α και ενδεχομένως αποτελούν μία φωνητική συλλαβική γραφή, ανάλογη της Κυπριακής ή της Καρικής. Τέλος, οι Φιλισταίοι πρέπει να είχαν επαρκή γνώση της οπλικής, τουλάχιστον τεχνολογίας του σιδήρου λόγω της εύρεσης υψικαμίνων σιδήρου στις Τελ–Κασιλέ, Άιν–Σεμς και Τελ–Τζεμέχ καθώς και σιδερένιων όπλων στις Τελ Φάρα, Τελ Κασιλέ, Αϊ και Τελ–Ρεντόν και στην Τελ–Ειτούν, όλα σε χώρους όπου η Φιλισταϊκή τους κεραμεική
10
μας βοηθά να τα χρονολογήσουμε στον 12ο αιώνα. Για να κλείσουμε την εικόνα του υλικού πολιτισμού των Φιλισταίων, να αναφέρουμε ότι στα κείμενα της Π. Διαθήκης ο λαός αυτός πολεμά σε άρματα, ο οπλισμός του Γολιάθ είχε κράνος, θώρακα, περικνημίδες και δόρυ, όλα από χαλκό (η περιγραφή θυμίζει τον οπλισμό Ομηρικών ηρώων) κι ότι η αμφιθεατρική δομή του ναού της Γάζας όπου γράφτηκε ο δραματικός επίλογος της ιστορίας του Σαμψών θυμίζει το ανάλογο χαρακτηριστικό των ανακτόρων της Φαιστού και της Κνωσού, όπως μας το επισημαίνουν σχετικές υδατογραφίες στο τελευταίο ανάκτορο, που δείχνουν στιγμιότυπα από αγώνες πυγμαχίας και ταυροκαθαψιών (ταυρομαχιών). Και βέβαια να προστεθεί εδώ, ότι οι θεοί των Φιλισταίων ήσαν ο Νταγκόν, ο Μπάαλ Ζεμπούμπ και η Αστορέθ, δηλαδή καθαρά Χαναανικές θεότητες.
Οι Ντενυέν δεν έχουν καθαρά δική τους αρχαιολογική παρουσία, εκτός βέβαια εάν έχουν συμμετοχή στη Φιλισταϊκή κεραμεική, τουλάχιστον στην πρώιμη φάση της (1200-1100) όταν ακόμη δεν είχε συνδεθεί η κεραμεική αυτή αποκλειστικά με την Φιλισταϊκή παρουσία, και θα μπορούσε να είναι έργο και άλλων εκεί εγκατεστημένων «Λαών της Θάλασσας». Στα Αιγυπτιακά κείμενα της Αμάρνα του 14ου αι. αναφέρεται κάποια «περιοχή των Ντανούνα» που, κατόπιν υπολογισμών, έχει «τοποθετηθεί» βορειοδυτικά της Αλαλάχ και στα δυτικά της οροσειράς του Αμάνους, στη Β. Συρία, σε μια περιοχή γνωστή και σαν Χάταϊ. Στα Λουβικής διαλέκτου κείμενα του 8ου αι. απ’ το Καρατεπέ, μαθαίνουμε ότι κάποια περιοχή των Ντανούνα είχε την πρωτεύουσά της στα Άδανα (Ν.Α. Ανατολία) και ότι ήλεγχε και την περιοχή του Καρατεπέ.
Ο ηγεμόνας του Καρατεπέ, Ασιταγουάντας, ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονος του βασιλικού οίκου του «Μπς» (στη Λουβική διάλεκτο δεν γράφονται τα φωνήεντα) που πιθανώς να ήταν ο Ομηρικός ήρωας Μόψος που, στην Ελληνική μυθολογία ήταν ηγεμόνας της Κολοφώνος στη Ν.Δ. Ανατολία και πιστεύεται ότι κατέληξε εκεί, έχοντας ακολουθήσει μια ομάδα Ελλήνων που επέστρεφαν από την Τροία. Αργότερα θεωρείται ότι οδήγησε μια ομάδα υπηκόων του μέσω της Παμφυλίας, αποικίζοντας πόλεις στην Ασπενδό, Φασέλιδα και Κιλικία και μέχρι την πόλη Άσκαλον στην Παλαιστίνη όπου και πέθανε (9). Αν υποτεθεί ότι ο Μόψος πέρασε από το Καρατεπέ όπου και ίδρυσε τον εκεί βασιλικό οίκο, τότε το σύνολο της διαδρομής του μοιάζει έντονα μ’ εκείνην των λαών της Θάλασσας, στα χρόνια του Ραμσή ΙΙΙ, που προκάλεσε την καταστροφή περιοχών στην Ν.Δ. Ανατολία, της Κιλικίας, της Καρκέμις (Ν.Α. Ανατολία) και της Αμούρου (Β. Συρία). Βλέπουμε λοιπόν το συσχετισμό, μέσω της φιλολογικής μαρτυρίας, του Δαναού Μόψου και των Ντενυέν–Ντανούνα των Αιγυπτιακών κειμένων. Οι Ντενυέν δεν είναι απίθανο να συνδέονται και με την φυλή του Νταν, μία απ’ τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, η οποία παρουσιάζεται στα βιβλικά κείμενα σαν μη γνήσια και σαν όψιμη προσθήκη στην Εβραϊκή οικογένεια (Γένεσις, 49, 16). Η φυλή του Δαν εμφανίζεται απρόθυμη να συνδράμει τις άλλες φυλές στον πόλεμό τους εναντίον
11
των Χαναναίων του Σίσερα (Κριτές 5,17) ενώ κατά καιρούς λάτρεψε είδωλα και στην περιοχή της Γιάφας όπου κατοικούσε έχει βρεθεί (στην πόλη Τελ–Κασιλέ) Φιλισταϊκή κεραμεική, όπως επίσης και στην Λάις, όπου αργότερα εγκαταστάθηκαν οι Δανίτες (Κριτές 18, 21). Οι Τζεκέρ, ένας ακόμα απ’ τους λαούς της θάλασσας που νικήθηκαν απ’ τον Ραμσή ΙΙΙ, αναφέρονται απ’ τον Αιγύπτιο έμπορο Γουεναμόν ότι κατοικούσαν στην πόλη Ντορ νότια του βουνού Καρμέλ, στη Β. Παλαιστίνη, περί το 1100 κι ότι επιδίδονταν σε πειρατικές πρακτικές. Οι Τζεκέρ έχουν συνδεθεί με τον ομηρικό ήρωα Τεύκρο που αποίκισε την Σαλαμίνα στην Κύπρο, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, ερχόμενος από τις Σαλαμίνα – Αίγινα στον Αργοσαρωνικό Κόλπο. Ίσως έχουν σχέση και με τους Μινωικής καταγωγής Τευκρίους, που θεωρούνται πρόγονοι των Τρώων.
Η ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΑΙΓΑΙΑΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΠΡΟΣ ΑΝΑΤΟΛΑΣ
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΠΙΔΡΟΜΩΝ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Μια σειρά καταστροφών έπληξε τα Μυκηναϊκά ανακτορικά και πολιτιστικά κέντρα από το 1230 έως το 1050. Σημειώθηκαν καταστροφές στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, στις Ζυγουριές, στο Μπερμπάτι, στη Θήβα, στην Πύλο, ξανά στις Μυκήνες και Τίρυνθα και τέλος στο Λευκαντί της Εύβοιας και ίσως στο Δυμαίο Τείχος, κοντά στην Πάτρα. Πιθανότερη αιτία είναι ένας συνδυασμός κλιμακούμενων εισβολών ελληνόφωνων φυλών από περιοχές της Πίνδου, του Ολύμπου και των νότιων Ιλλυρικών συνόρων (βόρεια της Ηπείρου), και βαθμιαίων εξεγέρσεων κοινωνικά καταπιεσμένων στρωμάτων του Ελληνικού νότου. Οι «Δωριείς» και «Ηρακλείδες» των Ελληνικών παραδόσεων θα μπορούσαν να συσχετισθούν με κάθε μία απ’ τις δύο αυτές κατηγορίες αντίστοιχα.
Οι αναστατώσεις οδήγησαν την πλουτοκρατική, πιθανότατα Μυκηναϊκή τάξη (όπως π.χ. οι Ομηρικοί Αχαιοί ηγεμόνες) σ’ ένα κύμα βαθμιαίων μαζικών μεταναστεύσεων προς ανατολάς, σε περιοχές όπως η Ιάλυσος (Ρόδος), το Εμπόριο (Χίος), η Κως, η Κάρπαθος, η Κρήτη (Καστρί, Κνωσός, Καρφί), η Κεφαλληνία (Λάκιθρα, Μεταξάτα), η Δήλος, η Νάξος, η Πάρος και πάνω απ’ όλα η Κύπρος, (Έγκωμη, Κίτιο, Σίντα, Κουκλιά). Οι ενδείξεις για Μυκηναϊκή μετανάστευση σε Νάξο, Πάρο, Κρήτη, Κω, Ρόδο, Κάρπαθο (σε περιοχές όπου έχουν βρεθεί Μυκηναϊκοί θαλαμοειδείς τάφοι, μέγαρα και οικισμοί) και Κύπρο (οχυρωματικά τείχη, ναοί, σπίτια, λατρευτικά σκεύη, όπλα και τεράστιες ποσότητες κεραμεικής) συνιστούν μια μεταναστευτική πορεία με σταθμούς ή τελικούς προορισμούς, τις περιοχές που ήταν ήδη ευρέως γνωστές στους Μυκηναίους από τις προηγούμενες φάσεις της, τότε κυρίως εμπορικής, υπερπόντιας κινητικότητάς τους. Στην Κύπρο, το μεγαλύτερο κέντρο Μυκηναϊκής διασποράς όχι μόνο σ’ αυτή την φάση αλλά καθ’ όλη την Μυκηναϊκή περίοδο (1600-1050) έχουμε
12
έντονο το Μυκηναϊκό στοιχείο απ’ τα τέλη του 13ου αι. κι έπειτα, με τρεις καταστροφές να σηματοδοτούν την έναρξη της εμφάνισής του (1210-1200, σε Κίτιο, Έγκωμη, Σίντα), την ολοκλήρωση της 1ης φάσης του (1190, στις ίδιες πόλεις) και την ολοκλήρωση της 2ης φάσης του (1100, στην Εγκώμη) (10). Η δεύτερη φάση Μυκηναϊκής εγκατάστασης συμπίπτει με τις επιδρομές των λαών της θάλασσας στην Ανατολία, Συρία – Παλαιστίνη κι Αίγυπτο και σε συνδυασμό με το ότι η Κύπρος περιλαμβάνεται στις περιοχές που υπέστησαν καταστροφές απ’ τους λαούς της θάλασσας αλλά και με το ότι στην βασιλική αλληλογραφία Κύπρου – Ούγκαριτ, φαίνεται εξαιρετικά πιθανό ότι τα εχθρικά πλοία που κατέστρεψαν το βασίλειο της τελευταίας, ήρθαν από την Κύπρο την οποία ήδη είχαν λεηλατήσει, μπορούμε να προβάλλουμε με αρκετές αξιώσεις την πιθανότητα ότι οι επιδρομείς στην Κύπρο και Ούγκαριτ, σύμφωνα με τα κείμενα του Ραμσή ΙΙΙ, οι Λαοί της Θάλασσας δηλαδή, δεν ήταν άλλοι απ’ τους μετανάστες Κρητομυκηναίους που είχαν έρθει απ’ τον Αιγαίο χώρο, διωγμένοι απ’ τις αλλεπάλληλες καταστροφές που όπως είπαμε πιο πάνω έπληξαν τις περιοχές τους (11).
Εξάλλου όπως ήδη είπαμε, και τα βιβλικά κείμενα της Π. Διαθήκης παρουσιάζουν τους Φιλισταίους, έναν από τους κυριότερους Λαούς της Θάλασσας, σαν «θαλασσινό λαό» που έχει έρθει (στην Παλαιστίνη) απ’ την Κάφτορ», δηλαδή την Κρήτη και γενικότερα το Αιγαίο. Αξιοσημείωτο είναι ότι ίχνη πυρκαγιάς παρουσιάζονται σαν κοινή αιτία καταστροφής στις περισσότερες καταστραφείσες πόλεις αυτής της περιόδου τόσο στον Αιγαίο χώρο, όσο και στην Α. Μεσόγειο, ενώ άλλη σημαντική ομοιότητα μεταξύ τους είναι ο κοινός τύπος της Μυκηναϊκής ΙΙΙ C 1Β κεραμεικής (το λεγόμενο «πυκνό» στυλ) στο αμέσως μετά τη καταστροφή στρώμα, που βέβαια πάλι συνιστά κοινό σημείο πολεμικής και ίσως πολιτιστικής συμπεριφοράς μεταξύ των υπευθύνων για τις καταστροφές στην Α. Μεσόγειο Λαών της Θάλασσας και των μεταναστευτικών κυμάτων απ’ τον Μυκηναϊκό κόσμο.
Απ’ τις πολυάριθμες φιλολογικές μαρτυρίες των μεταγενέστερων Ελλήνων ιστοριογράφων και ιστορικών για την έντονη κινητικότητα στο Αιγαίο μετά τον Τρωικό Πόλεμο (υπό μορφή περιπλανήσεων ή αποικιστικών δραστηριοτήτων ηρώων και υπηκόων τους) ενδιαφέρον παρουσιάζουν αυτές που μας δίνει ο Απολλόδωρος (Επιτομή 6.15 στα Σαββαϊτικά αποσπάσματα (S) και Επιτομή 6.15 β στον Τζέτζη (ΤΖ)) για την εγκατάσταση του Φειδίππου, γιου του Θεσσαλού και εγγονού του Ηρακλή, μαζί με Κώους, στην Κύπρο στην εποχή της Μυκηναϊκής εγκατάστασης στο νησί (1210-1100)· επίσης ο Αθήναιος (VI 255, μνημονεύοντας τον Κλέαρχο τον Σολιέα) καθώς και ο Βυζαντινός χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας (μνημονεύοντας τον Σίσσυφο τον Κώο) αλλά και ο Παυσανίας (VIII 15-7) αναφέρουν την περίπτωση του Τεύκρου, αδελφού του Αίαντα και γιου του Τελαμώνα, βασιλιά της Σαλαμίνας και της Αίγινας, που μετανάστευσε στην Κύπρο μαζί με τους Θεσσαλικής καταγωγής Γεργίθιους και ίδρυσε εκεί την πόλη της Σαλαμίνας, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, μέσα δηλαδή στην επίμαχη φάση της
13
εμφάνισης των Λαών της Θάλασσας. Ακόμα ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διηγήσεις του Παυσανία (VIII 3. 1-2) για τον αποικισμό του Κλάρου στην Καρία της Ανατολίας από μια ομάδα Κρητών με επικεφαλής τον Ράκιο, οι οποίοι αργότερα συνεμίγησαν με Θηβαίους αποίκους κατά τα τέλη του 13ου αι. (βάσει του Πάριου Χρονικού) μεταξύ των οποίων και η κόρη του μάντη Τειρεσία Μαντώ που παντρεύτηκε τον Ράκιο. Παδί τους ήταν ο Μόψος, για τις προς νότο εκστρατείες του οποίου μιλήσαμε ήδη (κοίτα πιο πάνω).
Το σημαντικό, εκτός της περίπτωσης Μόψου, είναι η ύπαρξη Κρητομυκηναϊκού στοιχείου (συγκεκαλυμμένου στις περιπτώσεις Ράκιου – Μαντούς) στην Ανατολία σε μια εποχή που εκδηλώνονται οι επιδρομές των Λαών της Θάλασσας. Ακόμα ο Ηρόδοτος (ΙΙΙ 9.1) μας πληροφορεί ότι ο Αμφίλοχος, ίδρυσε το Ποσίδειον στα σύνορα Κιλικίας και Συρίας, ότι Ελληνικό άγημα αποβιβάστηκε στην Τύρο της Φοινίκης και απήγαγε την Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της πόλης (Ι. 2), ενώ ο Διόδωρος (IV 37. 1-4) μας λέγει ότι Δρύοπες, διωγμένοι από τον Ηρακλή, μετανάστευσαν κι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο και ο Παυσανίας (VIII 5. 2-3) αναφέρει ότι ο Αγαπήνωρ με τους Αρκάδες του εξώκειλαν στην Κύπρο, γυρίζοντας απ’ την Τροία, κι εκεί ίδρυσαν την Πάφο· ο Απολλόδωρος (Επιτομή 6.16 (Ε)) λέγει ότι ο Δημοφών εγκαταστάθηκε στην Κύπρο μετά τον Τρωικό Πόλεμο, ο Στράβωνας (ΧΙΙΙ. 2-3) μιλά για τον Ορέστη που πέρασε απ’ την Καππαδοκία, ο Τζέτζης (Σχόλια στο Λυκόφρωνα, 1374) λέγει για τον Ορέστη ότι πήγε στις περιοχές της Συρίας που αργότερα θα ονομαστούν Σελεύκεια και Αντιόχεια, αλλά και στο όρος Αμάνος στα σύνορα Συρίας και Κιλικίας, ο Στράβωνας (XIV 4-3) λέγει ότι οι κάτοικοι της Παμφυλίας είναι απόγονοι των υπηκόων του Ομηρικού μάντη Κάλχαντα, και τέλος ο Ηρόδοτος (VII 171) λέγει ότι όταν οι Κρήτες επέστρεψαν από τον Τρωικό Πόλεμο τόσο αυτοί όσο και τα ζωντανά τους προσεβλήθησαν από λιμό και πανώλη μέχρις ότου η Κρήτη ερημώθηκε, εννοώντας ότι οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν μεταναστεύοντας για κάτι καλύτερο (ίσως σε Συρία – Παλαιστίνη κι Αίγυπτο όπου μπορεί να εμφανίσθηκαν σαν «Λαοί της Θάλασσας»).
Βλέπουμε λοιπόν ότι τόσο οι αρχαιολογικές όσο και οι φιλολογικές μαρτυρίες συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό στο ότι υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη σχέση μεταξύ των Αιγαιακών φύλων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και των Λαών της Θάλασσας που ανέτρεψαν τις ανθρωπογεωγραφικές και οικονομικές ισορροπίες στην Α. Μεσόγειο κατά τους 13ο – 12ο αιώνες.
14
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Ο πόλεμος αυτός αναφέρεται στη Μεγάλη επιγραφή του Καρνάκ και πρωτοδημοσιεύτηκε από τον H. Breasfed στο Ancient Records of Egypt, volume III, paras 251-351, Chicago, 1906. Αναφορές επίσης υπάρχουν στην λεγόμενη «στήλη της Νίκης» στη Μέμφιδα, καθώς και στην στήλη της Αθρίβιδος (loc. cit.) που κατονομάζει μόνο τους Εκουές (ίσως Αχαιούς) σαν ανήκοντες «στις χώρες της θάλασσας». Αναφορά επίσης γίνεται στον Ύμνο της Νίκης του Μερνεπτά στην «Στήλη της Νίκης» αυτού του Φαραώ, επονομαζόμενη και «στήλη του Ισραήλ», μια και είναι το μόνο γραπτό μνημείο των Αιγυπτίων που αναφέρεται επώνυμα στο Ισραήλ (σαν μια από τις χώρες που, λίγο μετά τα συμβάντα του 1220, δε βρίσκεται σε πόλεμο με την Αίγυπτο). Η στήλη αυτή, πιθανότατα χρονολογούμενη στο 1220, βρέθηκε στις Θήβες και ένα αποσπασματικό αντίγραφό της στο Καρνάκ (J.B. Pritchard (ed), Ancient Near Eastern Texts relating top the Old Testament, 3d ed, Princeton 1969, σσ. 376-8).
- Οι Σερντέν είχαν επιχειρήσει εισβολή στο Δέλτα του Νείλου και ηττηθεί απ’ τον Ραμσή ΙΙ, λίγο πριν στρατολογηθούν σαν μισθοφόροι απ’ αυτόν στη μάχη του Καντές. Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρονται σαν «πολεμιστές απ’ την Μεσόγειο που ήρθαν με τα πολεμικά τους πλοία» σε μια στήλη απ’ την Τάνιδα, βλ. Stela Petrie Tanis II, πιν. 2, no. 73, επίσης Aswan Stela στο K.A. Kitchen, Ramessid Inscriptions, vol. II, Oxford, 1958-1974, σελ. 290, 1-4).
- Η παράκτια περιοχή της Καρίας στη νοτιοδυτική Ανατολία φαίνεται ότι είναι η πιθανότερη να ήταν η πατρίδα των Λούκα, μια και η πειρατική δράση τους τον 13ο αιώνα συμφωνεί με την γενικότερη εικόνα που δίνουν ιστορικά κείμενα για τις περιοχές της Καρίας και Λυκίας («Λύκιοι» είναι η ιστορική ονομασία των Λούκα) και της περιρρέουσας θάλασσας που πήρε τ’ όνομά τους, mare Lycium, βλέπε Carstang and Gurney, The Geography of the Hittite Empire, London 1959, ch. VI και T. Bryce, The Lukka Problem and a possible solution, Journal of Near Eastern Studies, 33 (1974), σσ. 395-404.
- Ph. H.J. Houwink ten Cate, Anatolian evidence for relations with the west in the Late Bronze Age, σσ. 141-161, ιδιαίτερα κεφ. 3, σημ. 4 στο R.A. Crossland and A. Birchall, Bronze Age Migrations in the Aegean, London, 1973. Για τις θεωρίες σχετικά με τις περιοχές των Αχιγιάγουα, είναι ακόμα βασικό το έργο του G. L. Huxley, Achaean and Hittites, Oxford, 1960, επίσης O. Gurney, The Hittites, Harnondsworth, 1969, σσ. 46 και εξής, D.L. Page History and the Homeric Ilied, L. Angeles 1959. Για τον Τρωικό Πόλεμο βλ. επίσης V. Desborough, The last Mycenaeans and their Successors, Oxford 1964, σσ. 158-163.
15
- Βλέπε G.A. Wainright, The Teresh, the Etruscans and Asia Minor, Anatolian Studies, 9 (1959), σσ. 197-213, Κ.Α. Kitchen στην αναφερθείσα εργασία του (βλέπε σημείωση 2 ανωτέρω), σσ. 90-91.
- Ας σημειωθεί ότι στην μεγάλη επιγραφή του Καρνάκ για τον πόλεμο του Μερνεπτά εναντίον των «βόρειων επιδρομέων», μόνο οι Σαρντάνα, Σεκελές και Εκουές αναφέρονται, εκτός από «επιδρομείς απ’ τον Βορρά», και σαν προερχόμενοι «από τις χώρες της θάλασσας». (Breasted, 1906, βλ. σημ. 1). Η κοινή κατάληξη των ονομάτων των «βορείων επιδρομέων» εναντίον του Μερνεπτά, εκτός των Λούκα και Σαρντάνα, έκανε τον G.A. Wainright να θεωρήσει ότι αυτό τους «συνδέει» με την Δυτική παράκτια Ανατολία (idem, Some Sea Peoples, Journal of Egyption Archaelogy, 47 (1961). Οι Σεκέλες ήταν πιθανότατα το πιο ολιγάριθμο γκρουπ των επιδρομέων, αφού στη σχετική επιγραφή αναφέρεται ότι μόνο 222 απ’ αυτούς πιάστηκαν αιχμάλωτοι, έναντι 2201 αιχμαλώτων Εκουές και 742 Τερές.
- J.H. Breasted 1906, τόμος IV, παράγρ. 59-82, W.F. Edgerton and J.A. Wilson, Historical Records of Ramesses III, The Texts of Medinet Habu, τόμοι Ι and II, Chicago, 1936, επίσης H.H. Nelson, The Naval Battle pictured at Medinet Habu, Journal of Near Eastern Studies II (1943), σσ. 40-55, ακόμα Papyrus Harris στο Breasted 1906, τόμος IV, παράγρ. 394-412, ακόμα F. Schachermeyr, σσ. 451-9 και F. Calling, σσ. 247-65 στο Ugaritica VI, Paris, 1969, τέλος Nik. Sandars, The Sea Peoples, London 1978, σσ. 117-137.
- C. Epstein, Palestinian Bichrome Ware Leiden 1966, G. Edelstein and J. Glass, The Origin of Philistine Pottery based on petrographic analysis στο Jubilee Volume for Shamuel Yeiin, Tel Aviv, 1973, σσ. 125-131, J.F. Brug, A Literary and Archaelogical Study of the Philistines, Oxford, 1985. J. Gunneweg, J. Dothan, I. Perlman, S. Gittin, On the Origin of Pottery from Tel Migne – Ekron, Bulletin of the American School of Oriental Research, 264 (1986), σσ. 3-16.
- R.D. Barnett, The Sea Peoples στο Cambridge Ancient History, τόμος ΙΙ, (1975), κεφ. 28, σ. 363, Mopsus and the Dnym. Για την καταγωγή και τις εκστρατείες – περιπλανήσεις του Μόψου, βλ. Παυσανία VII 3. 1-2, Στράβωνα XIV 4.3 που μνημονεύει τον Καλλίνο και τον Ηρόδοτο, VII 91, ο οποίος λέγει ότι και οι Κάλχας – Αμφίλοχος κατέληξαν στον Κλάρο της Κολοφώνος, οδηγώντας ένα ετερόκλητο πλήθος από την Τροία. Αν μέσα σ’ αυτό το πλήθος υπήρχαν Τρώες (Τεύκριοι, όπως αλλιώς λέγονται), ίσως ακολούθησαν ως Τζεκέρ πλέον, τον Μόψο στις προς νότο εκστρατείες του.
16
- H. Catling, The Achaean Settlement of Cyprus στο Acts of the International Symposium, The Mycenaeans in the Eastern Mediterranean, Nicosia 1973, σσ. 34-9. Για την Έγκωμη, το βασικότερο σύγγραμμα παραμένει αυτό του Ρ. Δικαίου, Enkomi Excavations 1948-1958, τόμοι Ι–ΙΙI, Mainz, 1969, Για το Κίτιο βλ. V. Karageorghis, Kition, London and New York, 1975).
- H. Otten, Neue Quellen zum Ansklang des hethitischen Reiches, στο Mitteilungen der deutschen Orient Gesellschaft 94, (1963), σσ. 1-23, H.G. Güterbock, H.G., The Hittite Conquest of Cyprus reconsidered, Journal of Near Eastern Studies, 26, (1967), σσ. 73-81. Για την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Κύπρου και Ούγκαριτ λίγο πριν τις επιδρομές των Λαών της Θάλασσας, βλ. επίσης J. Nougayrol, E. Laroche, C. Vivallanb, C. Schaeffer, Ugaritica, τόμος V, Paris 1968, σσ. 83-6, 105, 701-3 και εντεύθεν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Πρακτικά του Διεθνούς Αρχαιολογικού Συμποσίου THE MYCENAENANS IN THE EASTERN MEDITERRANEAN, Λευκωσία, 1973.
- CAMBRIDGE ANCIENT HISTORY, τόμος ΙΙ, 3η έκδοση, Cambridge, 1975.
- Π. Δίκαιος, ENKOMI EXCAVATIONS, 1948-1958, τόμοι Ι–ΙΙΙ, Mainz, 1969.
- Β. Καραγιώργης, ΚΙΤΙΟΝ, London and New York, 1976.
- J. MacQueen, THE HITTITES AND THEIR CONTEMPORARIES IN ASIA MINOR, London and Boulder, Colorado 1976.
- J. Pritchland (ed) ANCIENT NEAR EASTERN TEXTS RELATING TO THE OLD TESTAMENT, τρίτη έκδοση, Princeton 1969.
- D. Wiseman (ed) PEOPLES OF OLD TESTAMENT TIMES, Oxford, 1973.
- N. Sandars, THE SEA PEOPLES, London 1978.
- J. Brug, THE PHILISTINES, A LITERARY AND ARCHAEOLOGICAL SURVEY, Oxford 1985.
- A. Mazar, EXCAVATIONS AT TEL QUASILE, PART TWO, THE PHILISTINE SANCTUARY, VARIOUS FINDS, THE POTTERY, CONCLUSIONS, APPENDIXES, Hebrew University of Jerusalem, 1985, περίληψη της μονογραφίας αυτής μπορεί να βρεθεί στο Bulletin of American School of Oriental Research, 271, (1988), σσ. 82-5.
17
- Σ. Βογαζιανός–Ρόυ, THE PHILISTINE EMERGENCE AND ITS POSSIBLE BEARING ON THE APPEARANCE AND ACTIVITIES OF AEGEAN INVADERS IN THE EAST MEDITERANEAN AREA AT THE END OF THE MYCENAEAN PERIOD, Archaeologia Cypria, τόμος ΙΙΙ, (1994), σσ. 22-34, του ιδίου, Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΦΥΛΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ 1600-800 π.Χ., Κύκλος Σπουδών ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, ενότητα Ελληνική Διασπορά, τόμος Ι, κεφ. 1, Αθήνα, 2001.
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος Ι, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1970, σσ. 286-293.
- BRONZE AGE MIGRATIONS IN THE AEGEAN, πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Αιγαιακής Προϊστορίας στο Πανεπιστήμιο του Sheffield, εκδότες οι R. Crossland και A. Birchall, London and Park Ridge, 1973.
- S. Gittin and T. Dothan, THE RISE AND FALL OF EKRON OF THE PHILISTINES: RECENT EXCAVATIONS AT AN URBAN BORDER SITE, Biblical Archaeologist, 50, no. 4, (1987), σσ. 197-222.
- J. Gunneweg, T. Dothan, T. Perlman, S. Gittin, ON THE ORIGIN OF POTTERY FROM TEL MIGNE-EKRON, Bulletin of the American School of Oriental Research, 264, (1986), σσ. 3-16.
Στέφανος Βογαζιανός Ρόυ – Σύντομο Βιογραφικό
Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών
με μεταπτυχιακές σπουδές στα Παν/μια Εδιμβούργου
και Γλασκώβης όπου και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ
Συγκριτικής Εθνολογίας με εξειδίκευση στην
πολιτισμική διαδραστικότητα Ινδοευρωπαϊκών και
Σημιτικών πολιτισμών της Ύστερης Εποχής του
Χαλκού στην Α. Μεσόγειο.
Είναι μόνιμο Μέλος του Γενικού Συμβουλίου του Παν/μίου
Γλασκώβης . Μέλος Διεθνούς Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών ,
στη Φλόριντα των ΗΠΑ και τέως Συγγραφέας και Κριτικός
Επιστημονικού και Διδακτικού υλικού Ελληνικού Ανοιχτού
Παν/μίου στην Ενότητα «Ελληνική Διασπορά» του Τομέα
«Ελληνικός Πολιτισμός».
–Συνεργάτης Ελληνικών και Ξένων Επιστημονικών–
Ιστορικών Επιθεωρήσεων και Ομιλητής σε διεθνή
Συνέδρια και τηλεοπτικές εκπομπές με θέματα την
Ιστορικότητα της Βίβλου , την διαπολιτισμική
διαδραστικότητα Λαών της Ανατολικής.Μεσογείου στην Ύστερη
Εποχή του Χαλκού και την επίδραση μυθολογικών κύκλων
σε μείζονες μεταγενέστερες θρησκευτικές αντιλήψεις.
–Διδάκτωρ Πρακτικής Φιλοσοφίας του παν/μίου του
Παγκόσμιου Φιλοσοφικού Φόρουμ ( ΠΦΦ, www.wpf-
unesco.org ).
–Μέλος Επιτροπής Αξιολόγησης εισερχομένων
επιστημονικών συγγραμμάτων της Βιβλιοθήκης του
Παν/μίου Γλασκώβης , ιστορικού Διδακτικού Υλικού
για μεταπτυχιακά σεμινάρια και προόδου συγγραφής
μεταπτυχιακών διατριβών στον Τομέα της Ιστορικής
Ερμηνείας της Βίβλου και των διαπολιτισμικών και
φυλετικών συγχρωτισμών πολιτισμών της
Ανατολικής Μεσογείου κατά την Ύστερη Εποχή του
Χαλκού στο ίδιο Παν/μιο.
-Καθηγητής Business English σε σεμινάρια στελεχών
επιχειρήσεων.
– Προϊστάμενος κεντρικού παραρτήματος Αθηνών του
Παγκόσμιου Φιλοσοφικού Φόρουμ (Π.Φ.Φ) και Αντιπρόεδρος του,
σε διεθνές επίπεδο.
–Διευθυντής εξ αποστάσεως Σπουδών Σωκρατικής Σχολής του Π.Φ.Φ.
– Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής Π.Φ.Φ .
–Τέως Αντιπρόεδρος Ομίλου για την UNESCO Τεχνών,
Λόγου και Επιστημών Ελλάδας.
– Μέλος Δ.Σ του Παγκόσμιου Πολιτιστικού κέντρου
ΟΛΥΜΠΟΣ και Διδάσκων στο εκεί εξ αποστάσεως
Ανοικτό , avatar e-learning παν/μιο στον Τομέα της Πολιτισμικής
και Φυλετικής Διαδραστικότητας κατά την Ύστερη Εποχή του
Χαλκού στην Ανατολική Μεσόγειο.
– Μέλος αντιπροσωπευτικής επιστημονικής ομάδος που
εκπροσώπησε το Π.Φ.Φ στις διεθνούς συμμετοχής
εορτασμούς της Παγκόσμιας Ημέρας της Φιλοσοφίας
στην Κουάλα Λουμπούρ της Μαλαισίας το 2018 και
2019 και αρθρογράφος στον συλλεκτικό , παγκόσμιας
συμμετοχής τόμο « Το Πνεύμα της Φιλοσοφίας»
σε έκδοση του εκεί Εθνικού Παραρτήματος του Π.Φ.Φ.