Της Βασιλικής Αποστολίδη
Εκπαιδευτικός
Πρόεδρος Τοπικής Κοινότητος Πύργου Ιθώμης
Συμπληρώνονται φέτος 10 χρόνια κρίσης. Λίγο παράξενο αν το σκεφτεί κανείς, καθώς εξ ορισμού η κρίση, όποια κρίση, έχει χαρακτήρα προσωρινό, δηλαδή μικρή διάρκεια ζωής. Επομένως, δεν θα έπρεπε να μιλάμε πλέον για κρίση, αλλά για μία μόνιμη κατάσταση.
Σε κάθε περίπτωση, τα χρόνια αυτά υπήρξαν, αν μη τι άλλο, πολύ διδακτικά. Αυτό που μάθαμε κατά κύριο λόγο είναι να μην είμαστε αλαζόνες, να μην είμαστε εγωιστές, να μην κομπάζουμε για τα κατορθώματα των αρχαίων ημών προγόνων. Μάθαμε να σκύβουμε το κεφάλι στις μομφές αυτών που χρεοκόπησαν τη χώρα και οδήγησαν τους νέους ή στην ανεργία και τον συνακόλουθο κοινωνικό αποκλεισμό ή στη μετανάστευση. Μάθαμε επίσης να πιστεύουμε, ότι η μάχη κατά της διαφθοράς – υπάρχουν λένε και αριθμοί που το αποδεικνύουν – είναι τόσο σφοδρή όσο η μάχη του Δον κιχώτη με τους ανεμόμυλους. Μάθαμε, τέλος, και αυτό ίσως λίγο πιο καλά, ότι πρέπει να ντρεπόμαστε που είμαστε Έλληνες.
Αν η σεβαστή η πλειοψηφία διαφωνεί, δεν έχει καμία σημασία, διότι στον δημόσιο λόγο οι φωνές που ακούγονται είναι οι φωνές που μιλούν. Μονολογούν λοιπόν και λένε στις τηλεοράσεις, ότι στο εξωτερικό τα πράγματα μοιάζουν με έναν επίγειο παράδεισο. Εκεί οι άνθρωποι εργάζονται και κάνουν ανακύκλωση και για αυτό ενοχλούνται από εμάς τους τεμπέληδες Έλληνες, που πετάμε τις γόπες των τσιγάρων μας στον δρόμο. Είμαστε δε πολύ τυχεροί που οι ελεήμονες κυβερνήσεις της πολιτισμένης Ευρώπης προσπαθούν να μας
βάλουν στον ίσιο δρόμο και να μας σώσουν από τους εαυτούς μας, ακόμη κι αν εμείς αντιστεκόμαστε. Για όλους αυτούς τους λόγους και για άλλους πολλούς λένε κάποιοι αγαθοί νεοέλληνες οικονομικοί μετανάστες που διαπρέπουν, ωστόσο, στο εξωτερικό, ότι ενώπιον τέτοιων ενάρετων ανθρώπων ντρέπονται να αποκαλύψουν την καταγωγή τους, να πούνε δηλαδή ότι είναι Έλληνες. Μπροστά σε τέτοια ταπεινοφροσύνη, οι παρουσιαστές κουνούν συγκαταβατικά την κεφαλή γεμάτοι κατανόηση για το δράμα αυτών των ανθρώπων.
Στον αντίποδα όλων αυτών, ωστόσο, θα μπορούσαν να διατυπωθούν κάποια εύλογα ερωτήματα με εξίσου εύλογες απαντήσεις. Για ποιον λόγο χιλιάδες Έλληνες διαπρέπουν στο εξωτερικό στελεχώνοντας τα μεγαλύτερα ερευνητικά κέντρα, οργανισμούς και επιχειρήσεις; Μήπως όλοι αυτοί τους προσλαμβάνουν από λύπηση, επειδή προέρχονται από την κακόμοιρη Ελλαδίτσα μας; ή μήπως έχουν πράγματι πολύ περισσότερα προσόντα για την κάλυψη των εν λόγω θέσεων από χιλιάδες άλλους συνυποψηφίους; Η απάντηση είναι προφανής. Το άλλο ερώτημα που γεννάται τώρα είναι, πού απέκτησαν αυτά τα τόσο ανταγωνιστικά προσόντα καθώς, ως γνωστόν, λένε πάλι οι ίδιοι, στην Ελλάδα δεν υπάρχει εκπαίδευση. Οι δάσκαλοι στα σχολεία είναι ικανοί για το τίποτα, οι καθηγητές των Πανεπιστημίων είναι όλοι φυτευτοί, ενώ τα ίδια τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα είναι άντρα της αναρχίας. Ως εκ τούτου, μας μένουν μόνο δύο εναλλακτικές απαντήσεις. Η πρώτη λέει ότι με επιφοίτηση συνέβη να καταρτιστούν τόσο καλά οι ιατροί, οι μηχανικοί, οι νομικοί και οι άλλοι επιστήμονες. Η δεύτερη, ότι μάλλον η κρίση μας για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι επιπόλαια λανθασμένη και ότι μία είναι η μόνη αλήθεια.
Η Ελλάδα, το όνομα της οποίας κάποια από τα παιδιά της ισχυρίζονται, ότι είναι επαίσχυντο να το προφέρουν στο εξωτερικό, είναι αυτή που τους ανέθρεψε και τους έδωσε όλα τα απαραίτητα εφόδια για να γίνουν κορυφαίοι στον τομέα τους. Ο μόνος λόγος, για τον οποίο θα έπρεπε να ντρέπονται, είναι η έλλειψη σεβασμού προς την πατρίδα τους που, αν και χρεοκοπημένη και ξεπουλημένη, μπορεί ακόμη να θρέφει τα παιδιά της. Δεν είναι βεβαίως δυνατόν να ισχυριστούμε, ότι όλα είναι ιδανικά στην χώρα μας. Τέτοιες ακραίες, όμως, διατυπώσεις δημιουργούν μια πολύ επικίνδυνη σύγχυση. Αυτό που επιχειρείται είναι να γίνει ταύτιση του θύματος με τον θύτη. Λένε δηλαδή ότι η Ελλάδα η ίδια φταίει και όχι οι λανθασμένοι χειρισμοί των παλαιών κυβερνήσεων της. Λένε ότι ο ελληνικός λαός είναι κλέφτης και τεμπέλης και όχι μια μερίδα πολιτικών στους οποίους είχε ο πολύπαθος λαός μας στηρίξει τις ελπίδες του.
Αν, τέλος πάντων, τόσο πολύ τους ενοχλεί η καταγωγή τους, όταν θα πάνε στο εξωτερικό, να σταματήσουν να χρησιμοποιούν υπέρ τους την θετική προκατάληψη των ξένων για τους Έλληνες, ότι είμαστε δηλαδή έντιμοι, ικανοί και αξιόπιστοι. Μπορούν, ακόμη, να απαλλαγούν εντελώς από το μίασμα με το να κρύβουν επιμελώς την ελληνικότητά τους, να σχίσουν τα ελληνικά τους πτυχία και να αιτηθούν εργασία ανειδίκευτων εργατών. Δουλεύοντας τίμια για τους φιλαθρώπους και ανιδιοτελείς δανειστές μας, ίσως επιτέλους κατακτήσουν την αυτοεκπλήρωση και την υπερηφάνεια που η Ελλάδα δεν δύναται να τους προσφέρει.