H οικονομία της φροντίδας έχει να κάνει με την ενίσχυση στα συστήματα υγείας- πρόνοιας, την προστασία του περιβάλλοντος , της αειφορίας, και όλα αυτά σε σχέση με τη βιόσφαιρα και του κλίμα, αξίες που προφανώς είναι στον αντίποδα της οικονομίας της αρπακτής και του υπερκαταλωτισμού, καθώς και της οικονομίας υπερεκμετάλευσης των φυσικών πόρων.
Ο Βασίλης Τακτικός αναλύει τις πτυχές του όλου εγχειρήματος που ως δίλημμα θέτει η Πανδημία σε όλο το πλανήτη. Απαντά σε μια σειρά ερωτημάτων για το γενικότερο χαρακτήρα αυτού του κρατικού παρεμβατισμού, την κερδοσκοπία, τις πατέντες αλλά και για την τρίτη τεχνολογική επανάσταση υπό την επίδραση των νέων τεχνολογιών και συνάμα για την συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας και την αυτοματοποίηση καθώς αλλάζει ο προσανατολισμός της οικονομίας. Είναι αναγκαία η κοινωνική οικονομία όσο ποτέ άλλοτε. Μιλάει στο timesnews για την κοινωνική συνεργατικότητα, και πώς αυτό μπορεί να αντιμετωπίσει το κυρίαρχο πνεύμα της ανταγωνιστικότητας.
Η υγειονομική κρίση και η οικονομική κρίση που ακολούθησε λόγω πανδημίας, ανέδειξε νέες προτεραιότητες στην οικονομία όπως είναι η οικονομία της κοινωνικής φροντίδας, δίνοντας προτεραιότητα στην πραγματική οικονομία. Αυτό ανάγκασε τα κράτη να αναζητήσουν πρόσθετους πόρους από τη φορολογία. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, μετατόπισε το κέντρο βάρους από το περιττό του καταναλωτισμού προς το αναγκαίο της πραγματικής οικονομίας, που δεν είναι κάτι άλλο από τη διατροφή, τις ανάγκες υγείας και κοινωνικής μέριμνας, τα επιδόματα για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Κε Τακτικέ, προσφάτως οι G7 αποφάσισαν να περιορίσουν τους φορολογικούς παραδείσους προκειμένου να ανταποκριθούν στις αυξημένες κρατικές δαπάνες που αυξήθηκαν προφανώς και λόγω πανδημίας. Τι σηματοδοτεί αυτή η εξέλιξη για το σύστημα της παγκοσμιοποίησης;
Το κράτη μετά την πανδημία αναγκάζονται να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες και αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στη φορολόγηση της ανέλεγκτης οικονομικής παγκοσμιοποίησης.
Μετά από πολλά χρόνια, η ενίσχυση από το κράτος όλων των πληγέντων, όχι μόνο των εργαζομένων, αλλά και των επιχειρήσεων καταρρίπτει το δόγμα της αυτορύθμισης της αγοράς. Παράλληλα το κράτος καλείται να σώσει την οικονομία και τις επιχειρήσεις. Τα 2 τρισ. από το Αμερικάνικο κράτος για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας και το 1 περίπου τρισ. από την Ε.Ε και το ταμείο ανάπτυξης δείχνουν το μέγεθος του κρατικού παρεμβατισμού που είναι αναγκαίος για να ξαναπάρει μπροστά η οικονομία.
Εδώ υπάρχει όμως μια ποιοτική διαφορά. Την αποστολή αυτή δεν μπορεί φυσικά να την αναλάβει η οικονομία της αγοράς. Μόνο το κράτος μπορεί να κάνει αναδιανομή. Οι πόροι που χρειάζονται εξ ανάγκης δεν θα πάνε να ενισχύσουν τις μεγάλες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, αλλά θα πάνε την οικονομία της κοινωνικής μέριμνας, των δημόσιων συστημάτων υγείας, τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Εξαίρεση ίσως αποτελεί η κερδοσκοπία που θα προκύψει από τις πατέντες των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γενικότερο κοινωνικό χαρακτήρα του κρατικού παρεμβατισμού που είναι κάτι διαφορετικό από γραφειοκρατικό αρνητικό κρατισμό.
Πέρα από κάθε κρατικό παρεμβατισμό, και πέρα από τη συγκυρία της υγειονομικής κρίσης ποιες άλλες είναι οι αντικειμενικές εξελίξεις που αλλάζουν την παγκόσμια πολιτική σκηνή;
Τα πράγματα φαίνεται ότι αλλάζουν συστατικά με την Τρίτη τεχνολογική επανάσταση, υπό την επίδραση των νέων τεχνολογιών, καθώς με την περαιτέρω αυτοματοποίηση είναι αναπότρεπτη η συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας.
Όχι σε σχέση με το άνοιγμα της ψαλίδας των ανισοτήτων αλλά σε σχέση με την κυρίαρχη μορφή της μισθωτής εργασίας που συρρικνώνεται, και προβάλλει αναγκαία η κοινωνική οικονομία για την αντιμετώπιση του κύματος της ανεργίας και φτώχειας που έρχεται.
Η τάση αυτή ως φαίνεται επιτείνεται από την υγειονομική κρίση καθώς, το κράτος προκειμένου να διατηρήσει το κοινωνικό συμβόλαιο συναίνεσης σπεύδει να καλύψει τις ανάγκες με παρεμβατισμό και έκτακτες δαπάνες για τη στήριξη των ανέργων και των μικρών επιχειρήσεων. Ο πρόεδρος Μπάιντεν με τα 2 τρισ. για μέτρα στήριξης έδωσε το στίγμα της εποχής. Αυτή όμως η παρεμβατική πολιτική χωρίς εναλλακτική προσφορά εργασίας είναι οριακή.
Ας δούμε όμως τι πραγματικά συμβαίνει στην οικονομία.
Σε όλη την περίοδο της βιομηχανικής εποχής η κερδοφορία των επιχειρήσεων (που είναι το κίνητρο της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας) ήταν συνυφασμένη με τη χρησιμοποίηση της μισθωτής εργασίας. Σήμερα με τις νέες τεχνολογίες κυρίως την ψηφιακή, τη ρομποτική. η κερδοφορία είναι συνδυασμένη με την όσο πιο πολύ συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας.
Αλλά και με τα κέρδη από την πνευματική ιδιοκτησία. Ένα μικρότερο κλάσμα του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, είναι αρκετό για την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Με δεδομένη τη μείωση των αναγκών σε εργατικά χέρια από τα τεχνολογικά επιτεύγματα όχι μόνο δεν βελτιώνονται οι αποδοχές των εργαζομένων, πέρα από μια μικρή στελεχών υψηλής ειδίκευσης, αλλά αντίθετα αυξάνεται η κερδοφορία των επιχειρήσεων προηγμένης τεχνολογίας. Αυτό βέβαια πολλές φορές γίνεται εις βάρος της πραγματικής οικονομίας. Το μεγάλο κεφάλαιο συνεχίζει να προτιμά να επενδύει σε καζίνα και όχι σε νοσοκομεία.
Δεν θα αναφερθώ στις νέες γεωπολιτικές ισορροπίες και ανισορροπίες γιατί αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα ανάλυσης. Η Κίνα, για παράδειγμα, δεν απειλεί γεωπολιτικά αλλά κυρίως επενδύοντας στην πραγματική οικονομία.
Μέσα από τα άρθρα σας αναφέρεσθε συχνά στον κρατικό παρεμβατισμό και κρατικό καπιταλισμό της Κίνας. Ότι οι οικονομίες μέσα από το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο τους αναγκάζονται πια να παίξουν έναν διορθωτικό ρόλο και ιδιαίτερα μιλάτε για την ανάγκη ενός κρατικού παρεμβατισμού που κυρίως θα είναι ουσιώδης.
Το ουσιώδες στον κρατικό παρεμβατισμό είναι ότι αλλάζει ο προσανατολισμός της οικονομίας. Η Κίνα, πέρα των άλλων, είναι ένα εναλλακτικό παράδειγμα.
Δεν έχουμε στην προκειμένη περίπτωση την εξίσωση της αγοράς Κεφάλαιο – εργασία = κερδοσκοπία. Αλλά την εξίσωση Κεφάλαιο εργασία = κοινωνικό όφελος, έστω ως μια προσωρινή μεταβατική κατάσταση. Το κράτος παίρνει το πρωτείο από την ιδιωτική οικονομική και τις τράπεζες. Συνακόλουθα η πολιτική παίρνει ξανά το πρωτείο. Πολλοί μιλούν για ένα νέο σχέδιο τύπου Μάρσαλ. Οι κυβερνήσεις που έδιναν γη και ύδωρ στις δυνάμεις της αγοράς είναι τώρα υποχρεωμένες να αναλαμβάνουν ανορθωτικό ρόλο μέσα στο στρόβιλο μιας αδήριτης ιστορικής αναγκαιότητας. Ο νεοφιλελευθερισμός χάνει έτσι ιδεολογική ηγεμονία σαράντα χρόνια μετά από την επέλαση της μονεταριστικής πολιτικής του Ρέιγκαν, της Θάτσερ και της περιώνυμης σχολής του Σικάγου. Δεν τη χάνει βέβαια από τον σοσιαλισμό και την αριστερά, αλλά από κρατικό καπιταλισμό όπως είχε συμβεί ιστορικά με διάφορες αποχρώσεις στα χρόνια του μεσοπολέμου αλλά και την τριακονταετία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκείνος ο κρατικός καπιταλισμός προπολεμικά είχε πρόσημο τον ολοκληρωτισμό.
Σήμερα όμως η Κίνα και το δυναμικό της παράδειγμα κρατικού καπιταλισμού έχει άλλο χαρακτήρα δεν επενδύει στον πόλεμο και κλονίζει τα οικονομικά δόγματα της Δύσης. Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αναπτύσσεται και χωρίς δημοκρατία αλλά δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς ισχυρό κράτος. Το κράτος ως θεσμός λογοδοτεί κατά κάποιο τρόπο στο λαό και τις ανάγκες του οι αγορές όχι. Ο πολυδάπανος κρατισμός, η γραφειοκρατία και ο παρασιτισμός αντιμετωπίζονται σήμερα από το ψηφιακό κράτος και τις τεχνολογικές εξελίξεις. Η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα παρά την οικονομική κρίση ενισχύονται. Το επιχειρηματικό κράτος είναι μια άλλη προσέγγιση σε αυτό το θέμα.
Κε Τακτικέ, πείτε μας για το επιχειρηματικό κράτος δεν ακούμε συχνά γι’ αυτό το θέμα σε σχέση με την αντιμετώπιση μιας επερχόμενης κρίσης, ποια είναι εκείνη η διαχείριση που απαιτείται στην προκειμένη περίπτωση ώστε το επιχειρηματικό κράτος να πετύχει το σκοπό του;
Θα αναφερθώ καταρχήν στην Μαριάνα Ματσουκάτο, Ιταλοαμερικανίδα οικονομολόγο, που έχει αναπτύξει αυτή τη θεωρία και λέει: «Το κράτος δεν πρέπει να περιορίζεται στη διόρθωση όταν οι αγορές αποτυγχάνουν αλλά να σκέφτεται δημιουργικά και να επενδύει σε ολόκληρη την αλυσίδα της καινοτομίας κινητοποιώντας τον ιδιωτικό τομέα». Το σχετικό βιβλίο της για το «Επιχειρηματικό Κράτος» κέρδισε διεθνή αναγνώριση για την επιχειρηματολογία αποδόμησης του στερεότυπου του αθεράπευτα γραφειοκρατικού κράτους σε αντίθεση με τον δυναμικό και καινοτόμο ιδιωτικό τομέα. Η κρίση προσφέρει μια ευκαιρία για να επανεφεύρουμε την οικονομία μας.
Χρειαζόμαστε, όπως λέει, απεγνωσμένα επιχειρησιακά κράτη, που θα επενδύσουν περισσότερο στην καινοτομία, στην τεχνητή νοημοσύνη, στη δημόσια υγεία έως τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Διαφορετικά, θα συμβαίνει αυτό που συνέβη με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής καλούνται να ενισχύσουν την πραγματική οικονομία σε αντίθεση με εκείνους που «πλημμύρισαν» τον κόσμο με ρευστότητα χωρίς να την κατευθύνουν προς τις καλές επενδυτικές ευκαιρίες. Το αποτέλεσμα εκείνης της διαχείρισης ήταν, τα χρήματα να επιστρέψουν σε έναν χρηματοπιστωτικό τομέα ο οποίος ήταν (και παραμένει) ακατάλληλος για τον σκοπό του.
Αποτέλεσμα ήταν επίσης την τελευταία 10ετία, πολλές χώρες να έχουν επιδιώξει τη λιτότητα, σαν να ήταν το δημόσιο χρέος το πρόβλημα. Αυτό επέφερε τη διάβρωση των δημόσιων οργανισμών που χρειαζόμαστε για να ξεπεράσουμε κρίσεις όπως η πανδημία του κορωνοϊού. Από το 2015 το Ηνωμένο Βασίλειο έχει μειώσει τους προϋπολογισμούς της δημόσιας υγείας κατά 1 δισ. λίρες στερλίνες (1,2 δισ. δολάρια), μεγαλώνοντας την οικονομική επιβάρυνση για τους εκπαιδευόμενους ιατρούς (πολλοί εκ των οποίων έχουν εγκαταλείψει εντελώς την Εθνική Υπηρεσία Υγείας) και μειώνοντας τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις που απαιτούνται για να διασφαλίσουν ότι οι ασθενείς περιθάλπονται σε ασφαλείς, ενημερωμένες και πλήρως εξοπλισμένες εγκαταστάσεις.
Ωστόσο όμως, έχετε αναφερθεί σε άλλη συνέντευξη και μιλάτε για την ιστορική ρήξη σχετικά με το μέλλον της μισθωτής εργασίας, και αυτό είναι κάτι που έρχεται σε αντίθεση με όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα, ότι δηλαδή όλα θα ξεπεραστούν με την ίδια τακτική του συμβιβασμού, που συνήθως ακολουθείται. Για ποια ρήξη μιλάτε και για πότε;
Πράγματι, έχουμε μια ρήξη στον «ιστορικό συμβιβασμό» κεφαλαίου και εργασίας που εξασφάλιζε στο σύστημα, ταυτόχρονα εργαζόμενους και καταναλωτές για την εύρυθμη λειτουργία του. Ειδικότερα, υπάρχει μια ανατροπή στις σχέσεις κεφαλαίου εργασίας, που υπήρξαν μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κορύφωση τη 2ης βιομηχανικής επανάστασης.
Πρόκειται για υφέρπουσα ρήξη με το παλαιό κοινωνικό συμβόλαιο. Το παλαιό κοινωνικό συμβόλαιο που εξασφάλιζε κοινωνική ειρήνη με εγγυητή το κράτος είχε, όπως είπαμε, ως συστατικό στοιχείο τον ιστορικό συμβιβασμό κεφαλαίου και εργασίας. Γνωρίζουμε ότι οι εργαζόμενοι μέσω του συνδικαλισμού πολλές φορές αμφισβητούσαν την τιμή των μισθών αλλά όχι τις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις. Ο ιδεολογικός αντίπαλος που ήταν τότε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» κράτησε την ίδια ακριβώς σχέση με τη μισθωτή εργασία. Την γιγάντωσε αφού ο μέγας κεφαλαιούχος έγινε το κράτος.
Όπως καταγράφηκε ιστορικά για την πλειονότητα των εργαζομένων των επιχειρήσεων η σχέση αυτή αποδείχθηκε ότι ήταν βολική. Από την ώρα όμως που άρχισε να περιορίζεται, αναπόφευκτα επέρχεται μια ρήξη στην ισορροπία. Η συρρίκνωση, επομένως, της μισθωτής εργασίας χωρίς εναλλακτικές πρακτικές, φέρνει και από αυτή την πλευρά ως συνέπεια περιορισμένα έσοδα στο κράτος και μείωση της κατανάλωσης. Αυτό σημαίνει στενότητα στα έσοδα του κράτους, χρέη και παρατεταμένη οικονομική κρίση. Η εναλλακτική αντιμετώπιση ήταν πάντα η φορολογική αύξηση συνεισφοράς των πλούσιων και τώρα προστίθεται η επέκταση της δραστηριότητας της κοινωνικής οικονομίας.
Οι προηγμένες δημοκρατικά Κυβερνήσεις και η Ε.Ε που αντιλαμβάνονται τις νέες συνθήκες αντιμετωπίζουν αυτή την ανισορροπία, υιοθετούν πρακτικές που αναφέρονται στην κοινωνική οικονομία και την πράσινη οικονομία. Τροποποιούν σταδιακά το Κοινωνικό συμβόλαιο και ενσωματώνουν θεσμικά παραγωγικές πρωτοβουλίες που έρχονται την κοινωνία Πολιτών. Αυτό βέβαια δεν γίνεται ερήμην της δράσης και της πίεσης από την πλευρά της κοινωνίας πολιτών.
Με αυτή την οπτική εισάγονται οικονομικά και επιχειρηματικότητα, πολιτικές που ενθαρρύνουν την κοινωνική οικονομία. Ασφαλώς δεν είναι ακόμη επαρκείς οι προσαρμογές για να καλύψουν τις ανάγκες και την πρόνοια ολόκληρης της κοινωνίας. Ωστόσο, το ψηφιακό κράτος μπορεί να γίνει σύμμαχος καθώς αλλάζει τα δεδομένα της κρατικής γραφειοκρατίας, και μειώνει το κόστος για τον πολίτη. Μειώνοντας το κόστος για τους δημόσιους υπαλλήλους μπορεί να αυξηθεί η οικονομία της κοινωνικής μέριμνας.
Επομένως, το πιο σοβαρό πρόβλημα που έχουν ν’ αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις μετά το τέλος της πανδημίας, καθώς θα τελειώσει το πακέτο των επιδομάτων, θα είναι η συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας και η έκρηξη της ανεργίας. Και θα πρέπει να ικανοποιήσουν την ανάγκη για προέκταση της οικονομίας, πρόνοιας και φροντίδας. Από την άλλη πλευρά πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις από χρόνια δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα στο χώρο του λιανικού εμπορίου, τώρα η πανδημία έρχεται να δώσει τη χαριστική βολή στη βιωσιμότητά τους. Μια διέξοδος είναι οι κοινωνικές επιχειρήσεις στις οποίες υποκείμενο της επιχειρηματικότητας είναι ίδιοι οι φορείς και οι πολίτες που χρειάζονται κοινωνική φροντίδα.
Υπάρχει όμως το κατάλληλο συνεργατικό πνεύμα για να αντιμετωπίσει το κυρίαρχο πνεύμα της ανταγωνιστικότητας και πώς μπορεί αυτό να επιτευχθεί;
Σε χώρες που ο τρίτος τομέας της οικονομίας (συνεταιριστικών και κοινωνικών επιχειρήσεων) έχει θεσμική στήριξη υπάρχει σημαντική άνοδος της κοινωνικής οικονομίας και δημιουργία νέας απασχόλησης.
Οι χώρες αυτές αποδείχθηκαν και λιγότερο ευάλωτες στη γενικότερη οικονομική κρίση. Οι συνεταιριστικές τράπεζες τα αλληλοασφαλιστικά ταμεία και οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί έδωσαν το στίγμα της ανθεκτικότητας. Οι ενεργειακές κοινότητες είναι επίσης μια νέα πρακτική που δείχνει δυναμικά το μέλλον της κοινωνικής οικονομίας. Η αγροδιατροφή με τη κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία και οι κοινωνικές επιχειρήσεις στον τομέα υγείας και κοινωνικής μέριμνας δείχνουν την ποιοτική διαφορά. Στο τέλος- τέλος η κοινωνική οικονομία αναπληρώνει τα εισοδήματα που χάνονται από τη συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας. Δεν αναπληρώνει με την αύξηση των μισθών αλλά με τη μείωση των τιμών στον συνεταιριζόμενο καταναλωτή για μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες. Αυτή είναι μια ποιοτική διαφορά που έρχεται να καθορίζει το μέλλον.
Στην ελληνική κοινωνία, παρά τις παγκόσμιες εξελίξεις σε σχέση με τον καπιταλισμό και τη μισθωτή εργασία, το συνεργατικό πνεύμα είναι δραματικά μειοψηφικό. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα μόλις το 9,5% δηλώνει τη συνεργατικότητα ως επιλογή. Αντίθετα το 90% πιστεύει στην ανταγωνιστικότητα. Το 70% πιστεύει στην ελεύθερη αγορά. Το 65% επιλέγει τη μισθωτή εργασία για βιοπορισμό και το μεγαλύτερο κομμάτι από αυτό τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση εργασίας.
Πλήρης παραλογισμός, δηλαδή. Η ελληνική κοινωνία, κατά τη συντριπτική πλειοψηφία της, πιστεύει στην ελεύθερη αγορά και την ανταγωνιστικότητα, αλλά ταυτόχρονα αυτό που επιθυμεί είναι να γίνει δημόσιος υπάλληλος.
Υπάρχει, βέβαια η αιτιολογία του φαινομένου. Έτσι εκπαιδεύουν τον λαό τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ειδικά η τηλεόραση, με τον ίδιο τρόπο τον εκπαιδεύουν τα πανεπιστήμια τα οποία εκπαιδεύουν στα χρηματοοικονομικά (Οικονομία καζίνο) και τη μισθωτή εργασία αλλά είναι ανύπαρκτη η εκπαίδευση στην πραγματική οικονομία και στη συνεργατική (συνεταιριστική ) οικονομία.
Και βέβαια τα κόμματα με τις αλλοπρόσαλλες πολιτικές τους που άλλα λένε για να πάρουν την εξουσία και άλλα κάνουν όταν την ασκούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας δεκαετίας η αντιμνημονιακή ρητορική της αντιπολίτευσης, τότε του Σαμαρά και του Τσίπρα, που όταν πήραν διαδοχικά την εξουσία έγιναν μνημονικότεροι του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου.
Μέσα σε αυτή την πολιτική παραζάλη ο λαός υποκινούμενος από την τότε κυβέρνηση στο δημοψήφισμα, ψήφισε κατά 62% όχι στα μνημόνια, για να υπογράψει λίγες μέρες αργότερα η Κυβέρνηση Σύριζα τους πιο σκληρούς όρους μνημονίου για να παραμείνουμε στην Ευρώπη και τη συνέχιση της χρηματοδότησης.
Όλο αυτό το σκηνικό παρανοϊκής διαδικασίας, δικαιολογήθηκε, ως σκληρή διαπραγμάτευση που έφερε τελικά τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Το ωραίο μετά από όλα αυτά είναι ότι πάθημα έγινε μάθημα και ο Ελληνικός λαός εκεί που αμφισβητούσε πιστεύει τώρα κατά 67% στην προοπτική και στην ασφάλεια της Ενωμένης Ευρώπης. Τουλάχιστον έτσι θα μας έλθει και το νέο πακέτο στήριξης και αποκατάστασης από την υγειονομική κρίση.
Δεν ξεχνάμε όμως ότι μέσα σε αυτή την πορεία λαός για μια ακόμη φορά έγινε έρμαιο της ιδεολογικής ηγεμονίας και προπαγάνδας της καθεστωτικής αντίληψης ότι, η πρόοδός του οφείλεται αποκλειστικά στην ανταγωνιστικότητα και όχι στα συνεργατικά μοντέλα και τη συμμετοχική δημοκρατία.
Αυτό συμβαίνει ακόμη και τώρα στην Ελλάδα, την εποχή που καταρρέει το πρότυπο της νεοφιλελεύθερης αντίληψης και όλοι ακόμη και οι κεντροδεξιοί προστρέχουν στην κρατική πρόνοια και τον παρεμβατισμό για να αντιμετωπιστεί όχι μόνο η υγειονομική κρίση αλλά και η δραματική συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας και των μικρών επιχειρήσεων.
Αυτό όμως είναι και το πρόβλημα της επόμενης μέρας. Η «θρησκεία» της ανταγωνιστικότητας μετά το τέλος της 2ης βιομηχανικής επανάστασης και στο μεταίχμιο της ψηφιακής εποχής δεν μπορεί να εξασφαλίσει εργασία και εισόδημα για όλους. Ο συνεργατισμός στην οικονομία παρά την χαμηλή δημοτικότητα είναι μια λύση που μπορεί να γίνει νέα συνθήκη για να αντιμετωπιστεί ο οικονομικός και κοινωνικός αποκλεισμός για τη βιωσιμότητα του συνολικού συστήματος ανάλογης σημασίας όπως είναι και η οικολογία..
Υπό αυτές τις συνθήκες, που φανερώνονται μπροστά μας 1θα γίνουν πιο έντονα αισθητές μετά το τέλος της πανδημίας, πηγάζει η ανάγκη για την ανάπτυξη της μη κερδοσκοπικής επιχειρηματικότητας που ταυτίζεται με την κοινωνική οικονομία.
Θα ρωτήσει κανείς και γιατί οι μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και οι συνεταιρισμοί θα είναι βιώσιμες εκεί που δεν μπορούν να είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Μα ακριβώς γιατί δεν είναι κερδοσκοπικές αντέχουν στον ανταγωνισμό και γιατί μπορούν να προσφέρουν προϊόντα με λιγότερο κόστος για τα μέλη τους. Γιατί καταργούν σε μεγάλο βαθμό το κόστος της διαμεσολάβησης. Επειδή πολλές από τις ιδιωτικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν αντέχουν στον ανταγωνισμό και κλείνουν. Επειδή αντίθετα οι μη κερδοσκοπικές στηρίζονται από συλλογικές οργανώσεις της κοινωνίας και συνθέτουν κοινωνικό κεφάλαιο. Επειδή οι ίδιοι χρήστες –καταναλωτές είναι και μέλη των κοινωνικών επιχειρήσεων και έχουν διπλό όφελος για να τις υπερασπίσουν. Αυτό συμβαίνει π.χ στις ενεργειακές κοινότητες, στον αγροδιατροφικό τομέα και στην περίθαλψη ειδικών ομάδων που χρειάζονται φροντίδα κ.τ.π.
Κε Τακτικέ, δεδομένου ότι τοποθετείτε τον τρίτο τομέα της οικονομίας ως ιστορική ανάγκη, Ποια είναι τελικά η κατάσταση σε σχέση με την κοινωνική οικονομία στη χώρας μας;
Η «ιστορία» της κοινωνικής οικονομίας ξεκινάει από μια κακή «μετάφραση» του όρου στη μεταφορά της πριν 30 χρόνια περίπου από τις προηγμένες Ευρωπαϊκές χώρες στην Ελλάδα όταν τέθηκε το ζήτημα της απορρόφησης σχετικών πόρων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο προς τους φορείς κοινωνικής οικονομίας.
Τότε, δεν αναζητήθηκαν οι παραδοσιακοί φορείς της Κοινωνικής οικονομίας που υπήρχαν στο χώρο που είχαν να επιδείξουν έργο ( μαζικοί καταναλωτικοί και κοινωνικοί συνεταιρισμοί, και μη κερδοσκοπικές εταιρίες που συνθέτουν κοινωνικό κεφάλαιο) αλλά, ευνοήθηκαν ΑΜΚΕ που στήθηκαν επί τούτου, από άτομα με προσβάσεις στη Κυβερνητική εξουσία με κύριο σκοπό να απορροφήσουν αποκλειστικά τις επιδοτήσεις του ΕΚΤ.
Ένα μεγάλο κομμάτι επίσης των πόρων πήγε στις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις που θεωρούνται επίσης οργανώσεις της κοινωνίας Πολιτών για κατάρτιση των εργαζομένων
Ένα πολύ μικρότερο μέρος των κοινοτικών πόρων κατέληξε στους αυθεντικούς δικαιούχους των συλλογικών φορέων.
Προφανώς αυτή είναι και η βασική αιτιολογία που ο χώρος της κοινωνικής οικονομίας είναι θεσμικά κατακερματισμένος και πολιτικο-οικονομικά υποβαθμισμένος από το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Όχι μόνο υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που κινείται στο 8-10% του συνόλου της κοινωνίας αλλά, επί της ουσίας δεν υπάρχει ως «κοινωνικός εταίρος» ώστε αντιπροσωπεύει αυτό το 1,8 που καταγράφεται ως συμμετοχής της κοινωνικής οικονομίας στο εθνικό εισόδημα.
Χαρακτηριστικό αυτού του κατακερματισμού είναι ότι, οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας μοιράζονται σε πολλά υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες και είναι καταγεγραμμένοι σε αντίστοιχα μητρώα που διέπονται από διαφορετικές νομοθεσίες.
Μητρώα και διαφορετικοί νόμοι υπάρχουν: στο υπουργείο Εργασίας, Υγείας, Πολιτισμού, Γεωργίας, Παιδείας, περιβάλλοντος, Οικονομικών, Εσωτερικών, Μεταναστευτικής πολιτικής, και τις περιφέρειες.
Μόνο για τους συνεταιρισμούς υπάρχουν τέσσερις διαφορετικοί και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενοι νόμοι.
Ας σημειώσουμε ότι, κοινωνικές επιχειρήσεις θεωρούνται οι συνεταιρισμοί κάθε μορφής, οι αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες κοινωνικού σκοπού, οι σύλλογοι κοινωνικής μέριμνας, οικολογίας και πολιτισμού και τα ιδρύματα κοινωφελούς σκοπού. Τα υπουργεία που αναφέραμε διαχειρίζονται και αντίστοιχους πόρους κυρίως προερχόμενους από την Ε.Ε. που προορίζονται συγκεκριμένα για την κοινωνική οικονομία.
Τα τελευταία χρόνια όμως, ένα μικρό μέρος των πόρων πηγαίνει για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, το μεγαλύτερο μέρος εκτρέπεται για ανάγκες του δημοσίου και της τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ειδικά το Υπουργείο Εργασίας που επισήμως αντιπροσωπεύει και υποτίθεται συντονίζει την κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα για την Ε.Ε. και διαχειρίζεται τους περισσότερους πόρους για τις Κον. Οικον. ελάχιστους πόρους διαθέτει στους φορείς κοινωνικής οικονομίας. Ακόμη χειρότερα στερεί τις κοινωνικές επιχειρήσεις από το προνόμιο των επιδοτούμενων εργασίας, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει με τους Δήμους και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Αν λάβουμε υπόψη ότι το Ελληνικό ΑΕΠ είναι περίπου 185 δις εκατομμύρια το χρόνο και το κομμάτι συμμετοχής του τρίτου τομέα μόλις 1,8% δηλαδή 3,5 δισ. το χρόνο, τότε αντιλαμβάνεται κανείς τη μηδαμινή συμμετοχή των εποπτευομένων κοινωνικών επιχειρήσεων από το υπουργείο Εργασίας. Τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα για τους συνεταιρισμούς στον αγροτικό τομέα που αντιπροσωπεύουν το 0,4 στο εθνικό εισόδημα και στις κοινωνικές επιχειρήσεις μέριμνας και υγείας που αντιπροσωπεύουν ένα αντίστοιχο ποσοστό. Στα υπόλοιπα μητρώα των υπουργείων δεν έχουμε μετρήσιμα στοιχεία για την κοινωνική οικονομία.
Φυσικά, όλα αυτά τα αρνητικά συμβαίνουν γιατί δεν υπάρχει ισχυρή αντίδραση και υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους σε θεσμικό επίπεδό των κοινωνικών επιχειρήσεων. Και δεν υπάρχει αντίδραση γιατί ο χώρος είναι κατακερματισμένος σε πολλά μικρά δίκτυα και μεμονωμένες οργανώσεις.
Υπάρχουν ομοσπονδίες ΚΟΙΝΣΕΠ και ΚΟΙΣΠΕ, ομοσπονδίες συλλόγων περιφερειακού χαρακτήρα, δίκτυα συνεταιρισμών, ομοσπονδίες αναπήρων και μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, που δεν έχουν καμιά θεσμική επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ τους.
Ο διαχωρισμός των μητρώων πιστοποίησης διαχωρίζει στην πράξη και κατακερματίζει θεσμικά το συλλογικό υποκείμενο και τις δυνάμεις της κοινωνικής οικονομίας με αποτέλεσμα να μη λαμβάνονται υπόψη στο κυβερνητικό σχεδιασμό.
Αυτό το θεσμικό έλλειμμα πρωτίστως οι ίδιοι οι φορείς και τα δίκτυα κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα και να ενώσουν τις δυνάμεις τους.
Γι΄ αυτό καλούμε όλα τα τυπικά και άτυπα δίκτυα φορέων κοινωνικής οικονομίας για θεσμική συνεργασία και κατάθεσης κοινών υπομνημάτων στην Ελληνική Κυβέρνηση και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Κοινωνική Οικονομία.
Β) μέρος
Πάνω σ΄αυτό τον καμβά πολιτικών θεμάτων ο Βασίλης Τακτικός μας αναπτύσσει μια άλλη θέαση πολιτικοοικονομικών προτεραιοτήτων. Επίσης Το ενδιαφέρον είναι ότι οι αιρετικές αυτές φωνές έρχονται από την «Μέκα» του καπιταλισμού την Αμερική και από μια νέα γενιά φεμινίστριες οικονομολόγους, οι οποίες παρουσιάζουν τη γενική ιδέα ότι τα συλλογικά αγαθά αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στη νέα οικονομία.
Συχνά έχετε υποστηρίξει στα γραπτά σας ότι υπάρχουν πολλές φωνές που λένε σήμερα την αλήθεια, φωνές που όμως πνίγονται στους ωκεανούς της προπαγάνδας των επίσημων εξουσιαστικών δογμάτων θέλετε να μας πείτε κάτι περισσότερο πάνω σ΄αυτό. Είναι ενδιαφέρον να γνωρίζουμε τι λένε αυτοί που αμφισβητούν τη βιωσιμότητα του συστήματος και ιδιαίτερα οι φεμινίστριες οικονομολόγοι.
¨όπως ανφερθήκαμε ήδη για παράδειγμα η κ. Ματσουκάτο μας λέει, τώρα που ένας δολοφονικός ιός έχει εκθέσει δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες φαίνονται και οι σημαντικές αδυναμίες του συστήματος. Επομένως τώρα που οι κυβερνήσεις βρίσκονται επί ποδός πολέμου, έχουμε την ευκαιρία να διορθώσουμε το σύστημα. Στις ΗΠΑ -που δεν είχαν ποτέ ένα σωστά χρηματοδοτούμενο σύστημα δημόσιας υγείας- η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθούσε επίμονα να μειώσει τη χρηματοδότηση και την παραγωγική ικανότητα για τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, ενός εκ των κρίσιμων οργανισμών. Αυτή η εμμονή έριξε και τον Τράμπ από την εξουσία.
Κατά την κ. Ματσουκάτο, ο αντικρατισμός, που βρίσκεται στο επίκεντρο της οικονομικής φιλοσοφίας της Δύσης τις τελευταίες δεκαετίες, έχει περιορίσει δραστικά τη δυνατότητα των δημόσιων φορέων να πειραματίζονται και να αποτυγχάνουν – «όπως κάνει κάθε εταιρεία επιχειρηματικών κεφαλαίων».
Η σχέση μεταξύ εταιρειών και κράτους στην Ιταλία, εξηγεί, βασισμένη συχνά στην πολιτική των επιδοτήσεων, είναι «τρομερά παρασιτική». Στη Γερμανία, αντιθέτως, υπάρχει συνεργασία των ενδιαφερόμενων μερών (stakeholders), που οδηγεί σε πολύ καλύτερα αποτελέσματα. «Η δική μου άποψη δεν είναι υπέρ του κράτους και κατά του ιδιωτικού τομέα Η σχέση αυτή πρέπει να είναι στον μέγιστο δυνατό βαθμό συμβιωτική και όχι παρασιτική».
Άρα μας λέτε εμμέσως ότι το κράτος σε κάθε περίπτωση είναι παρεμβατικό και αυτό που θέλουν οι νεοφιλελεύθεροι είναι να είναι μόνον υπέρ των ιδιωτικών συμφερόντων και όχι για τα δημόσια αγαθά. Δεν θέλουν να είναι παρεμβατικό για την οικονομία της κοινωνικής μέριμνας.
Ακριβώς αυτή είναι η αλήθεια. Όπως εξηγεί η Mazzucato, ο ιδιωτικός τομέας σε γενικές γραμμές επενδύει στην ανάπτυξη προϊόντων με χρονικό ορίζοντα τριών με πέντε χρόνων, ώστε να μπορεί να κάνει απόσβεση της επένδυσης. Από την άλλη όμως οι τεχνολογικές απαιτήσεις της παραγωγής στη σύγχρονη εποχή μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο με έρευνα που πολλές φορές ξεπερνάει τον ορίζοντα δεκαετίας. Επιπλέον, απαιτείται ένα περιβάλλον καινοτομίας στο οποίο να μπορούν να κυνηγηθούν «τρελές» ιδέες με αβέβαιο εμπορικό αποτέλεσμα, χωρίς τον φόβο της αποτυχίας. Προϋποθέσεις που μόνο το κράτος μπορεί να καλύψει, καθώς διαθέτει χρήματα των φορολογουμένων και δεν περιορίζεται από την ανάγκη παραγωγής κέρδους. Το κράτος γίνεται επιχειρηματικό καθώς εμπλέκεται άμεσα στην παραγωγική διαδικασία, συμμετέχοντας καθοριστικά στην ανάπτυξη εμπορευμάτων για λογαριασμό των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Επισημαίνει σε άλλο σημείο ότι, στις μέρες μας, πράγματι, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το 75% των πιο καινοτόμων φαρμάκων οφείλουν την χρηματοδότησή τους όχι στις μεγάλες φαρμακευτικές ή σε κάποιο venture capital, αλλά στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας, το οποίο την τελευταία δεκαετία έχει επενδύσει περισσότερα από 600 δισεκατ. δολάρια στις ανακαλύψεις βιοτεχνολογίας και φαρμακευτικής.
Κατά την Μ.Ματσουκάτο, σήμερα βλέπουμε το ίδιο να ισχύει στην «καθαρή» τεχνολογία. Σε χώρες όπως ο ΗΠΑ, η Κίνα, η Σιγκαπούρη, η Γερμανία, η Φινλανδία και η Δανία, το κράτος χρηματοδοτεί τους απαιτητικούς τομείς που χαρακτηρίζονται από υψηλή ένταση κεφαλαίου, τεχνολογική και εμπορική αβεβαιότητα.
Οι προτάσεις της οικονομολόγου:
Πρώτον, οι επενδύσεις για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας πρέπει να ακολουθήσουν την κατεύθυνση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης που έχει θέσει ο ΟΗΕ, όπως η ενδυνάμωση των συστημάτων υγείας και ο περιορισμός του ψηφιακού χάσματος.
Δεύτερον, η διεθνής κοινότητα πρέπει να αποφύγει τα λάθη που έγιναν στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης του 2009, όταν καταβλήθηκαν τεράστια ποσά για τη διάσωση επιχειρήσεων που κρατούν τα κέρδη για τον εαυτό τους. «Στους άσχημους καιρούς το ρίσκο κοινωνικοποιήθηκε, στους καλούς καιρούς ιδιωτικωτικοποιήθηκε» υπενθυμίζει η Ματσουκάτο.
Ένας τρόπος να αποφύγουμε το ίδιο λάθος είναι να συνδέσουμε την κρατική οικονομική βοήθεια με αυστηρούς όρους που εξυπηρετούν το δημόσιο όφελος. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η διάσωση των αυτοκινητοβιομηχανιών συνδέθηκε με απαιτήσεις για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η Δανία αρνήθηκε την κρατική βοήθεια σε εταιρείες που χρησιμοποιούν φορολογικούς παραδείσους. «Οι προϋποθέσεις είναι ένας τρόπος να απομακρυνθούμε από τη νοοτροπία των επιδοτήσεων και να στραφούμε στη νοοτροπία της επίλυσης προβλημάτων».
Οικονομία της φροντίδας, κρίση αναπαραγωγής και κλιματική κρίση μιλάει η οικονομολόγος Μαρία Καραμεσίνη
Η σημερινή κρίση του κορονοϊού έχει ενισχύσει την πειστικότητα της φεμινιστικής ατζέντας που καλεί για μαζικές δημόσιες επενδύσεις στους τομείς της υγείας, της παιδείας και της κοινωνικής φροντίδας. οι κοινωνικές ανάγκες φροντίδας δεν μπορούν να καλυφθούν επαρκώς ούτε από το κράτος ούτε από την αγορά,
Η πανδημία του κορονοϊού έφερε το ζήτημα της φροντίδας στην κορυφή των προτεραιοτήτων της κοινωνίας, αποκαλύπτοντας το κεντρικό ρόλο που παίζουν τα δημόσια συστήματα υγείας στην εγγύηση του δικαιώματος των πολιτών στην περίθαλψη. Οι δημόσιες υπηρεσίες για τη φροντίδα των παιδιών, την παιδική εκπαίδευση, την αναπηρία και τη μακροχρόνια περίθαλψη, καθώς και η φροντίδα των ηλικιωμένων, αποτελούν άλλες περιοχές που περιλαμβάνει η οικονομία φροντίδας. Παράλληλα επισημαίνεται:
Πρώτο, η επιτυχής αμφισβήτηση του ΑΕΠ ως δείκτη επίδοσης των οικονομιών και μέτρο της κοινωνικής ευημερίας και στην ανάπτυξη εναλλακτικών δεικτών.
Δεύτερο, η ανάδειξη της κρίσης της φροντίδας ή της κρίσης κοινωνικής αναπαραγωγής ως μιας από τις πολλαπλές σοβαρές κρίσεις του νεοφιλελεύθερου μοντέλου καπιταλισμού.
Έχουμε λοιπόν καθώς φαίνεται μια συστηματική αμφισβήτηση από τις φεμινίστριες οικονομολόγους σ΄αυτό που λέγεται νεοκλασική οικονομική θεωρία.
Πράγματι η τελευταία δεκαπενταετία υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη για την ανάπτυξη της φεμινιστικής οικονομικής θεωρίας, ενώ η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-8 έδωσε το έναυσμα για να διαμορφωθούν, για πρώτη φορά, στον αγγλοσαξονικό κόσμο από φεμινίστριες οικονομολόγους οι βασικοί άξονες μιας φεμινιστικής πρότασης για ένα εναλλακτικό προς τον νεοφιλελεύθερο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό μοντέλο ανάπτυξης, με βασικό στόχο τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων γενικά και των έμφυλων ειδικότερα.
Η πρόταση μετεξελίχθηκε στη συνέχεια από μια μεγάλη ομάδα ευρωπαίων φεμινιστριών οικονομολόγων σε μια πιο ολιστική φεμινιστική προσέγγιση της οικονομίας με τον τίτλο «Μωβ Οικονομία» που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Λόμπι Γυναικών, τη μεγαλύτερη ομπρέλα γυναικείων και φεμινιστικών οργανώσεων στην Ε.Ε., λίγο πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού.
Κρίση φροντίδας, οικονομία της φροντίδας και ισότητα των φύλων
Ποια είναι τα ιδιαίτερα ζητήματα κριτικής από τα οποία εφορμούν φεμινίστριες οικονομολόγοι στην κριτική τους.
Επικρίνεται το ΑΕΠ, ως βασικός δείκτης επίδοσης των οικονομιών, Το ζήτημα αυτό είχε μπει στο στόχαστρο των φεμινιστριών οικονομολόγων από τη δεκαετία του 1980, αλλά την τελευταία δεκαπενταετία αυτές ευθυγράμμισαν την κριτική τους με εκείνη του οικολογικού κινήματος και άσκησαν μεγάλη πίεση στους διεθνείς οργανισμούς για την υιοθέτηση εναλλακτικών δεικτών.
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 οδήγησε πολλές φεμινίστριες οικονομολόγους, μεταξύ των οποίων η Diane Elson και η Ipek Ilkkaracan, φιλοσόφους όπως η Nancy Frazer και ακτιβίστριες ακαδημαϊκούς όπως η Sylvia Federici στο να αναδείξουν μία άλλη διάσταση της κρίσης του μοντέλου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, πέραν της οικονομικής:
Επισημαίνουν την κρίση της φροντίδας ή την κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής, που περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που δημιουργούν και διατηρούν τους κοινωνικούς δεσμούς μεταξύ γενεών – τεκνοποιία, ανατροφή παιδιών, φροντίδα ηλικιωμένων – και μεταξύ φίλων, γειτόνων, οικογενειών ή στο εσωτερικό μιας κοινότητας, δραστηριότητες υλικές και συναισθηματικές απαραίτητες για την κοινωνική συνοχή και συνεργασία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι περισσότερες χώρες δεν αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλα ελλείμματα στη φροντίδα ηλικιωμένων, αναπήρων και άλλων ευπαθών ομάδων που πρέπει να καλυφθούν.
Το (έλλειμμα φροντίδας σε γηράσκουσες κοινωνίες, όπου οι περισσότερες γυναίκες εργάσιμης ηλικίας έχουν αμειβόμενη εργασία) ή μιας μείζονος κρίσης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου καπιταλισμού (κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής) μέσα από μια εναλλακτική αναπτυξιακή πρόταση που αντιμετωπίζει τον τομέα της φροντίδας όχι μόνο ως μια αναπαραγωγική αλλά και ως μια παραγωγική δραστηριότητα, που πρέπει να ενισχυθεί με δημόσιες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας.
«Μια “οικονομία της φροντίδας” στηρίζεται σε μια “κοινωνία που νοιάζεται” και θα εξασφαλίζει ένα καθολικό δικαίωμα στη φροντίδα, ένα δικαίωμα όλων να φροντίζουν και να φροντίζονται σε όλες τις φάσεις του κύκλου ζωής.