Φιλοσοφικό κείμενο του Γιάννη Πατσακη
Μέρες που ζούμε…πρωτόγνωρες κι απατηλές μα ωστόσο το χάος εμφανίζει την τάξη του στον
καθένα. Ιχνηλατώ στα βήματα του νου…βαδίζω στο σήμερα, στο χθες… στα βήματα ανθρώπου
που δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε μια βαθειά άρρωστη κοινωνία.
Φιλοσοφώ… και πασχίζω να πατάξω τους δαίμονες της ύπαρξης, που κράτησαν ωστόσο την
ψυχή μου ολοζώντανη.
Τι ειρωνία και αυτή, αυτό που καθημερινά σε μαστιγώνει στα μελίγγια του είναι σου, να σου
δίνει και ζωή. Υπάρχει άραγε μια ανώτερη δύναμη που σπρώχνει τα αόρατα νήματα της
πραγματικότητας ετούτης;
Αναρωτιέμαι και πέφτω ξανά σε λήθαργο, μετρώντας τις στιγμές που θα περάσει ο χρόνος.
Μετρώντας τα λεπτά φαντάζει ατέρμονος ο δρόμος, ανοίγοντας τα μάτια επανέρχεται ο πόνος
σαν αστραπή, να ταράξει αυτή την αιώνια αταραξία. Ένα ερέθισμα ζητώ, μα γύρω μου
επικρατεί νέκρα. Γυρίζω μονάχος στους δρόμους και το πιο ζωντανό πράγμα που συναντώ,
είναι μια πέτρα που μου μιλάει…
Τα απομεινάρια μιας ξεχασμένης εποχής μουρμουρίζει, κι ύστερα ξαναπέφτει στη λήθη…
κατρακύλα… Σαν παραπέτασμα στιγμής, η απατηλή αυτή κίνηση, ώθησε τα σπλάχνα μου σε
ένα παραπέρα βήμα. Μπροστά στην αβεβαιότητα στέκομαι αμείλικτος…σαν καράβι σε
τρικυμισμένη θάλασσα.
Πού θα με οδηγήσει άραγε αυτή η βίαιη μετατροπή του χάους σε τάξη; Πώς άραγε να βρω τη
δύναμη να αντικρίσω, τα δεινά αυτού του κόσμου, να σταθώ και να μη λυγίσω μπροστά στη
δυστυχία που παράγεται σε εργοστάσια τρομολαγνείας, και διαδίδεται με τη μορφή ανάγκης;
Πώς να αντέξω την καθημερινή επισκίαση του φωτός απ’ το σκοτάδι, την επίμονη επιθυμία να
χαράξω στο σώμα ανεξίτηλο σημάδι… μήπως βρω την εξιλέωση. Μήπως ξεριζωθεί η
ματαιότητα και κυλήσει απ’ το δάκρυ δηλητήριο που θα αποτελέσει γιατρειά, απ’ του θανάτου
τη βεβαιότητα.
Πού θα ξαναφέρει την άνθιση της γης, μα τι όνειρο και αυτό! Μέσ’ τη ζάλη του ξύπνησα για να
αντικρίσω πάλι τη λευτεριά φυλακισμένη μεσ’ του μυαλού τα κελιά, και οι σκέψεις-δεσμώτες
να μην αφήνουν παρά μια γκρίζα αχτίδα φωτός να χτυπάει νωχελικά τον ορίζοντα…
Καθώς το κάθε κύτταρο παλεύει να πατάξει, το καρκίνωμα της διαίρεσης και της υποταγής, η αχτίδα
αυτή ήρθε να ταράξει, το κάθε αίσθημα απομόνωσης και ενοχής. Και έτσι ο φωτεινός ορίζοντας να
μπορέσει να φανερωθεί…
Μέσα από στρώματα πένθους και άγχους σκάβω, μια παρηγοριά να βρω, τον κόλαφο να πνίξω, με ένα
σκίρτημα λυτρωτικό. Μάχομαι να ανοίξω της καρδιάς μου την πορεία, πριν καταποντιστώ εκ νέου στης
φυγής το μονοπάτι…Πριν η αρρώστια της προσαρμογής εκείνης με θάψει στης τραγωδίας την
επανάληψη. Συνεχίζω να πολεμάω και ας είναι η μάχη άνιση, και ας βλέπω γύρω μου τον πόνο και την
οδύνη κατάμεστη.
Αντιστέκομαι στον κάθε εικονικό αυτοπροσδιορισμό, στην εικόνα που μου επιβάλλανε, για το τι θα
πει σωστό και λάθος. Σαν ένας μονομάχος σέρνομαι στην αρένα ματωμένος, το μόνο που πεθαίνει
τελευταίο είναι το σθένος…
Ακόμα και στο θάνατο μου, δεν θα υπάρξω χαμένος. Διόλου δίκαια δεν είναι, του κάθε ανθρώπου η
πληγή, κι όμως μπορεί να αποφασίσει, μέσα απ αυτή να εξελιχθεί. Υπενθυμίζω στην ψυχή μου να
ψάξει το απύθμενο, καθώς αποκαρδιωμένος προχωράω αναζητώντας το κίνητρο.
Ιχνηλατώντας μες το άπειρο πολλές φορές σαστίζω, το χρέος μου ξεχνάω, τα γόνατα λυγίζω. Με ένα
βάρος ασήκωτο τριγυρίζω στους 5 ωκεανούς, ένα σημάδι ψάχνοντας… και μέσα μου καημός.
Γι αυτή την παιδικότητα που πίσω μας αφήσαμε.. μετριάσαμε, μοχθήσαμε, γεράσαμε, λησμονήσαμε
το παιχνίδι της ζωής.. Σε ένα τραίνο μπήκαμε χωρίς επιστροφή, και δίπλα μας κανείς.. Το κάθε τι πάνω
στη γη, μοναδικό και μόνο.. Σκέφτομαι και τρόμο, γεμίζει η καρδιά μου. Μόνος μέσα σε όλα, μόνος
μεσ’ τα όνειρα μου. Και όμως μες την ατέρμονη αυτή μοναξιά, μεσ’ του τρελού το γράμμα, μπορεί να
βρεις συντροφιά..