Βαρύ το κλίμα στην Άγκυρα, αφότου ο Ερντογάν “μάζεψε” το ερευνητικό Oruc Reis και τα πολεμικά του πλοία από τα Ελληνικά νησιά μετά τη διακήρυξη στην οποία κατέληξαν οι MED 7, στη Κορσική κατά τη διάρκεια σύσκεψης των ηγετών χωρών της Μεσογείου για τις πρακτικές και τις προκλήσεις της, στην περιοχή της Ν.Α Μεσογείου. Η ώρα της αλήθειας ήλθε τώρα, για τη Τουρκία όπου οι κυρώσεις στη Σύνοδο κορυφής στις 24-25 Σεπτεμβρίου, αναμένεται να υπερβούν όπως λένε τη “λίστα Μπορέλι” κάτι που σημαίνει ότι αυτές θα επεκταθούν ακόμη περισσότερο.
Τις τελευταίες ημέρες παρά το κρεσέντο απειλών κατά του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν, έχουμε μια αναδίπλωση του Ερντογάν όσον αφορά την πολιτική του στην περιοχή, μια αναδίπλωση έστω προσωρινή μέχρι τη συνάντηση κορυφής των υπουργών εξωτερικών της Ευρώπης.
Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι η Τουρκία θα επανέλθει ξανά στην σκληρή της στάση, ύστερα από το Συμβούλιο της Ευρώπης στις 24 Σεπτεμβρίου. Εκτιμούν επίσης ότι θα έχουμε ένα μπρος – πίσω όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε ο Ακάρ, την ίδια ημέρα που δεν ανανεώθηκε η NAVTEX του ερευνητικού Oruc Reis και των συνοδευτικών πολεμικών πλοίων.
Ποιος είναι όμως ο βαθύτερος συσχετισμός των δυνάμεων αυτή τη στιγμή, έπειτα από τη διαμόρφωση μιας ευρύτερης μεσογειακής ενέργειας που περιλαμβάνει τις χώρες του Νότου, της Ευρώπης της Αιγύπτου και του Ισραήλ; Είναι τόσο ισχυρή η Τουρκία ώστε να συνεχίσει αυτό το παιχνίδι; θα απαντήσουμε σε αυτό.
Πρώτον, η Τουρκία είναι ισχυρή αλλά με τους όρους του προηγούμενου αιώνα και όχι του 21ου που διανύουμε τώρα. Στον οποίο φαντασιώνεται ότι μπορεί να γίνει μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Τα ατού της είναι βέβαια, ο πολυπληθής της στρατός έναντι της Ελλάδας.
Δεύτερον, είναι η Εθνικοϊσλαμική έπαρση, ενός λαού με κουλτούρα κατακτητή και ισλαμο-εθνικιστική έξαρση. Τρίτον, τα πολλά φθηνά εργατικά χέρια που διαθέτει στα σύνορα της Ευρώπης που εξυπηρετεί την εξάπλωση των Ευρωπαϊκών βιομηχανιών και ιδιαίτερα της Γερμανίας.
Στην εποχή μας όμως, η ισχύς μιας χώρας, εξαρτάται κυρίως από τα οπλικά συστήματα και την εξελιγμένη τεχνολογία που διαθέτει μια χώρα στον πόλεμο όπως για παράδειγμα το Ισραήλ και όχι μόνον το πλήθος των στρατιωτών στο επίπεδο της μάχης.
Απ’ την άλλη μεριά η Ελλάδα παρουσιάζει ορισμένα πλεονεκτήματα.
Πρώτον, και σε αυτό το επίπεδο η Ελλάδα δεν υστερεί, πολύ δε περισσότερο μάλιστα όταν έχει εξασφαλίσει την στρατιωτική συμμαχία της Γαλλίας που είναι η μεγάλη δύναμη της Ευρώπης.
Το δεύτερο, ισχυρό στοιχείο της Ελλάδας είναι η συμμαχία μιας ομοσπονδίας κρατών της Ευρώπης, έναντι ενός έθνους κράτους. Αυτή η συμμαχία, δεν θα μπορούσε να υπάρξει τον προηγούμενο αιώνα παρά μόνον τώρα στη βάση της Ε.Ε η οποία είναι ναι μεν οικονομική αλλά ταυτοχρόνως και κατ’ ανάγκη πολιτική Ένωση.
Μάλιστα οι προκλήσεις της Τουρκίας στα εξωτερικά σύνορα της Ελλάδας και της Κύπρου που είναι και εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε, αφυπνίζουν εφ’ ενός μεν, την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, αλλά θέτουν υπό των ευθυνών τους, τα κράτη μέλη στην προάσπιση της Ευρωπαϊκής εδαφικής ακεραιότητας. Αυτό είναι το μάθημα που προκύπτει, από τις εξελίξεις των τελευταίων δύο μηνών.
Τρίτον, στο οικονομικό επίπεδο, την ώρα που η Τουρκία, βουλιάζει κάτω από την πίεση της πανδημίας και την ελεύθερη πτώση της λύρας, η Ελλάδα έχει ισχυρή οικονομική υποστήριξη από την Ε.Ε, για να αντιμετωπίσει την κρίση και να κρατήσει την κοινωνική της συνοχή, ενώ αντίθετα η Τουρκία κινδυνεύει να μπει σε ένα κυκεώνα οικονομικής κρίσης που θα υπονομεύσει τη εσωτερική ηγεμονία του Ερντογάν σε σημείο που θα απελευθερώσει φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας όπως είναι το κουρδικό και άλλες μειονότητες που ασφυκτιούν κάτω από τη Δικτατορία του Ερντογάν.
Ταυτόχρονα η Ευρώπη, αποκτά ομοσπονδιακή, συνείδηση και αποκρούει το κίνδυνο εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού, από την Τουρκία.
Σε αυτό το πεδίο αναπροσαρμόζονται και οι παράγοντες της Γερμανίας, που ευνοούσε τα σχέδια του Ερντογάν καθώς και της Γαλλίας η οποία τάσσεται υπέρ της Ελλάδας. Η Γαλλία κινείται σε ένα καθαρά πολιτικό επίπεδο, της ολότητας της Ευρώπης και της ουσιαστικής συμμαχίας με τα κράτη μέλη όπως η Ελλάδα.
Ο παράγοντας της Γερμανίας, εκινείτο, μέχρι τώρα με βάση έναν οικονομικού τύπου προσανατολισμό, για τα στενά εθνικά της συμφέροντα, που έχουν να κάνουν με τις χιλιάδες κυρίως Γερμανικές επιχειρήσεις, που δρουν στην Τουρκία.
Αυτή η σχέση ανατρέπεται πλέον, καθώς η αποφασιστική στάση της Γαλλίας και άλλων Μεσογειακών χωρών, θέτει επί τάπητος τα συνολικά συμφέροντα της Ευρώπης που είναι και μακροπρόθεσμα της Γερμανίας, τα οποία χωρίς όρους πολιτικής συμμαχίας, και αλληλεγγύης απειλούνται σε βάθος χρόνου.
Τι αντίθετο, να ισχυριστεί η Γερμανία, στο επίπεδο του Συμβουλίου της Ευρώπης; ότι αδιαφορεί για την ειρήνη στη Μεσόγειο και στην Ευρώπη; Επειδή έχει οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία; Αυτό πλέον δεν είναι δυνατόν να συμβεί, από τη στιγμή, που διακυβεύεται το μέλλον της Ευρώπης, από απειλές.
Η ίδια η Γερμανία, έχει μεγαλύτερα οικονομικά συμφέροντα από τη συνοχή της Ευρώπης, σε σχέση με τα συμφέροντά της στην Τουρκία. Και είναι αναγκασμένη πλέον να επιλέξει, θα ταυτιστεί πολιτικά με τους εταίρους της, την Ε.Ε ή θα προτάξει συμφέροντα εκτός αυτής.
Μετά από το crash – test, των εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και τις απειλές για τα Ελληνικά νησιά, η Ελλάδα βγαίνει ισχυρότερη σε διπλωματικό επίπεδο, με πολλούς νέους συμμάχους και με εκφρασμένη τη βούληση να συμπορευθούν με την Ελλάδα για την Μεσογειακή ειρήνη και σταθερότητα που είναι και το ζητούμενο.