Ομιλία της εκπαιδευτικού, ποιήτριας και προέδρου της Τ.Κ. Πύργου Ιθώμης της Καρδίτσης Βασιλικής Αποστολίδη στο πλαίσιο της πρόσφατης εορταστικής εκδηλώσεως που διοργάνωσε η Ζακυνθινή Εστία Πολιτισμού «Διονύσιος Ρώμας» σε συνεργασία με την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών για τα 200 έτη από την Επανάσταση του 1821.
«ἀνδρὸς ὃν οὐδ’ αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις»
Όταν ο αξιότιμος πρόεδρος της Ζακυνθινής Εστίας μου τηλεφώνησε για να με προσκαλέσει ως ομιλήτρια εις την σημερινή εκδήλωσιν και με προέτρεψε να ομιλήσω εγώ περί του μεγάλου μας ήρωος και προγόνου Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, ομολογώ ότι κατελήφθην από ένα συναίσθημα ενθουσιασμού πρωτόγνωρον. Τον αρχικόν όμως ενθουσιασμόν μου διεδέχθη ένα άλλο συναίσθημα κατά πολύ ισχυρότερον· το δέος. Επομένως, προτού ομιλήσω και προτού με ακούσετε οφείλω να σας εξηγήσω τον λόγον και προς τούτο θα ανατρέξω για λίγο στον άλλο μας σπουδαίον πρόγονον, τον Αριστοτέλην. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Αριστοτέλης υπήρξεν μαθητής του Πλάτωνος, όπως βεβαίως όλοι γνωρίζουμε ότι υπήρξε και ο πιο αυστηρός κριτής και αποδομητής σημαντικοτάτων θέσεων της φιλοσοφικής του σκέψεως. Ο Αριστοτέλης λοιπόν γράφει αναφερόμενος εις τον διδάσκαλόν του, Πλάτωνα, ότι είναι πολύ τυχερός που, όχι μόνον τον γνώρισε, αλλά απόλαυσε και την φιλία ενός ανδρός, για τον οποίον οι κακοί δεν είναι θεμιτόν να ομιλούν ούτε για να τον επαινέσουν.
Αντιστοίχως κι εμείς σήμερον είμεθα πολύ τυχεροί που μοιραζόμαστε την κοινή μας καταγωγή με τον Ήρωα των Ηρώων, Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, ο οποίος υπήρξε για τους νέους Έλληνας διδάσκαλος της ελευθερίας, πατέρας, αδελφός και προστάτης. Άρα, οφείλω κι εγώ να σας προειδοποιήσω ότι τον άνδρα περί ου ο λόγος σήμερον, οι «κακοί» – θα συμπληρώσω εδώ πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι από αυτούς που δημόσια ομιλούν για τον ήρωα στις τηλεοράσεις και αλλού – δεν είναι θεμιτόν να τον βάζουν στο στόμα τους ούτε για να τον επαινέσουν. Όπως άλλωστε δεν είναι θεμιτόν και τα ονόματά τους να παρουσιασθούν εδώ πλησίον με αυτό του Γέρου.
Το θέμα της ομιλίας μου, ο Εθνάρχης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: από την Ζάκυνθον εις την Πελοπόννησον, έχει έναν κεντρικόν άξονα, αυτόν που απαντά στο ερώτημα γιατί αρμόζει μόνον στον Γέρο ο τίτλος του Εθνάρχου. Πάνω σε αυτόν τον άξονα θα παρουσιασθεί συνοπτικά μία σειρά γεγονότων που κατά την γνώμη μου εξηγούν επαρκώς αυτόν μου τον ισχυρισμόν. Κατά πρώτον θα αναφερθώ στα γεγονότα που ανάγκασαν τον Κολοκοτρώνη να φύγει από την Πελοπόνησον και να μεταβεί εις Ζάκυνθον· κατά δεύτερον θα αναφερθώ σε σημαντικές στιγμές της ζωής του εκεί, και τέλος στην θρυλικήν επάνοδόν του εις την Πελοπόννησον και την ανάληψην της αρχιστρατηγίας του Αγώνος.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπήρξε κληρονόμος βαρυτάτης κληρονομίας. Ο πατέρας του, Κωνσταντής, ήτο ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων και των Αλβανών. Τον παρακαλούσαν και τον ξόρκιζαν να τους δείχνει έλεος στις μάχες, «νισάφι» όπως έλεγαν, κι εκείνος απαντούσε:
τι νισάφι να σας κάμω όπου ήλθατε και εχαλάσατε την πατρίδα μου;
Ύστερα ρίχνονταν στη μάχη. Από τέτοιους άνδρες αποτελούνταν η γενιά των Κολοκοτρωναίων, των μεγάλων κλεφτών, των υπερασπιστών των υποδουλωμένων Ελλήνων. Ο Γέρος στα απομνημονεύματά του μαρτυρεί πως ήτο καύχημα να είσαι κλέφτης κι αυτή ήταν η ευχή που έδιδαν οι γονείς σε κάθε αγόρι, σαν μεγαλώσει να γίνει κλέφτης.
Όταν συλλογίζομαι τους κλέφτες, στον νου μου φαντάζουν κάπως σαν τους αρχαίους ολυμπιονίκες. Οι αθλητές εκείνοι αφιέρωναν όλη τους την ζωή στην άσκηση, ώστε να έχουν κάθε 4 χρόνια την δυνατότητα να αγωνιστούν. Και βέβαια δεν αγωνίζονταν για χρήματα παρά για την αρετή, την δόξα και την αθάνατον μνήμη. Το βραβείο τους, ένα κλαδί ελιάς. Η αρετή τους ήταν που τρόμαξε τους Πέρσες και έκανε τα γόνατά τους να τρέμουν στον Μαραθώνα, στις Θερμοπύλες, στην Σαλαμίνα.
Με τον ίδιο τρόπο η αρετή των κλεφτών ήταν που τρόμαξε τους Τούρκους. Η Αρετή και το αδούλωτο πνεύμα των ανδρών, αλλά και των γυναικών που δεν υποτάχθηκαν ποτέ· που όλη τους τη ζωή κι από γενιά σε γενιά προετοιμάζονταν και προετοίμαζαν τα παιδιά τους για τον Μεγάλο Αγώνα της Ελευθερίας, για την αρετή, για την δόξα, για την αθάνατο μνήμη. Και η ανταμοιβή τους; Στο ερώτημα αυτό απαντά ο ποιητής Δημοσθένης Βαλαβάνης εις το ποίημά του «Ο τάφος του κλέπτου»:
Μόνη ο κλέφτης τιμή θέλει να ’χει,
σαν χαθεί, να του βγάλουν τραγούδια.
Και για τους Κολοκοτρωναίους και δη για τον Γέρο τραγούδια τραγουδήθηκαν πολλά. Αυτή είναι και η λυδία λίθος που αποδεικνύει τον αγνό αγνωνιστή, τον ανιδιοτελή Έλληνα, τον πραγματικό Ήρωα: τα τραγούδια που του τραγούδησε ο λαός.
Ως γνήσιοι λοιπόν κλέφτες οι Κολοκοτρωναίοι και οι άλλοι πολέμαρχοι της Πελοποννήσου ενσαρκώνουν όλους του φόβους των Τούρκων. Αποτελούν τεράστια απειλή ικανή να τους αφανίσει. Ξεκινούν εναντίον τους ένα ανελέητο κυνηγητό στις αρχές του 1800. Από τους λαμπρούς κλέφτες της Πελοποννήσου θα επιβιώσουν ελάχιστοι. Από τους δε Κολοκοτρωναίους, ο Θεόδωρος με άλλους λίγους μετρημένους στα δάχτυλα. Θα γράψει ο Γέρος:
Δεν υπάρχει διάσελο, όπου δεν είναι θαμμένος Κολοκοτρώνης
Θα επισημάνει, ωστόσο, ότι όλα τα δεινά που υπέφεραν οι κλέφτες κατά την περίοδον του μεγάλου διωγμού των, τους βγήκαν σε καλό κατά την διάρκεια της Επαναστάσεως διότι, όπως λέει ο Γέρος:
Ηξεύραμεν τα κατατόπια, τους δρόμους, τας θέσεις, τους ανθρώπους· εσυνηθίσαμεν να καταφρονούμεν τους Τούρκους, να υποφέρωμεν την πείνα, την δίψαν, την κακοπάθεια.
Ο Κολοκοτρώνης εν τέλει αναγκάζεται να φύγει από την Πελοπόννησον, να προστατέψει την οικογένειά του και να αναζητήσει νέους συμμάχους για να συνεχίσει τον αγώνα για την ελευθερίαν της Πατρίδος. Μεταβαίνει εις Ζάκυνθον στα 1805 και επικοινωνεί με τους Ρώσους, οι οποίοι στρατολογούν Έλληνες για να ενισχύσουν το μέτωπόν τους εναντίον του Ναπολέοντος. Ο Κολοκοτρώνης προτείνει να ηγηθεί των στρατολογηθέντων Ελλήνων, και με την βοήθειαν των Ρώσων, να επιτεθεί εναντίον των Τούρκων. Οι Ρώσοι, το ομόθρησκον έθνος, έχουν άλλα σχέδια, τα οποία δεν επιθυμούν να τροποποιήσουν. Αντ’ αυτού τού ζητούν να ενωθεί μαζί τους εναντίον του Ναπολέοντος. Ο Κολοκοτρώνης αρνείται, λέγοντας ότι έχει προτεραιότητα να φροντίσει τά της Ελλάδος.
Από το 1806 εγκαθίσταται μόνιμα στην Ζάκυνθο. Τον επόμενο χρόνο οι Γάλλοι ξαναπαίρνουν υπό τον έλεγχό τους τα Επτάνησα. Ο Κολοκοτρώνης επιδιώκει με τους Γάλλους μία νέα συμμαχία. Και οι Γάλλοι όμως έχουν τα δικά τους συμφέροντα να εξυπηρετήσουν.
Δύο χρόνια αργότερα οι Άγγλοι θα κυριαρχήσουν στα Επτάνησα. Επολέμησε στο πλευρό τους ο Κολοκοτρώνης. Έγινε αξιωματικός εις τον στρατόν τους. Τους χάρισε νίκες. Τους έσωσε την ζωή. Όλα, εις αντάλλαγμα να τον στηρίξουν εις τον Αγώνα. Να του δώσουν για δυο μήνες την αρχηγία του στρατού να ελευθερώσει τον Μοριά. Οι Άγγλοι όμως είχαν άλλο στο νου τους. Να κινηθούν με τα καράβια τους εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, όπως έλεγαν. Και το έκαμαν μας λέει ο Κολοκοτρώνης· επήγαν. Επήγαν εις την Πόλιν. Μόνο που δεν επήγαν για πόλεμο, παρά για να δουν και να θαυμάσουν τα πλούτη του Σουλτάνου.
Τότε ο Κολοκοτρώνης εκατάλαβε ότι ήμασταν μόνοι μας και μόνοι μας και με τις δικές μας δυνάμεις θα εκάναμε τον Αγώνα. Παρέμεινε ο Κολοκοτρώνης σε σιωπή στην Ζάκυνθο για χρόνια. Εκεί μεγάλωσε τα παιδιά του, εκεί έθαψε την γυναίκα του. Κι ύστερα παρηγορούσε και έτρεφε τον εαυτό του με αναγνώσματα. Εκεί ήταν που διάβασε για πρώτη φορά την Ελληνική Ιστορία. Διάβασε για τους ήρωες, τους στρατηγούς, τους αναρίθμητους εχθρούς, τον πολιτισμό και το πνεύμα των παλαιών μας προγόνων. Κι εκεί ψηλά στο Κάστρο της Ζακύνθου καθόταν κι αγνάντευε τον Μοριά. Έδειχνε στα παιδιά του τα βουνά που κρατούσαν τα λείψανα των προγόνων του κι έκλαιγε ο λαμπρός πολέμαρχος, για την μοίρα της Ελλάδος και για την υπόσχεσιν που είχε κάμει στον εαυτό του και που εφάνταζε πια αδύνατον να εκπληρώσει. Ήταν μικρό αγόρι στην Τρίπολη κι ένας βάναυσος Τούρκος τον ξυλοκόπησε. Τότε υποσχέθηκε να μην ξαναπατήσει στην Τρίπολη παρά μόνο όταν θα την ελευθερώσει.
Στην Ζάκυνθο το 1817 του ήλθε γραφή. Ο Άγγλος ναύαρχος Τζωρτζ, έχοντας μάθει για την οικονομική του αδυναμία και θαυμάζοντας ανέκαθεν τις στρατηγικές του ικανότητες, τον καλούσε κοντά του στην Νεάπολη να τον κάνει αξιωματικό. Σκέφτηκε ο Κολοκοτρώνης προς στιγμήν να πάει. Πήρε αγκαλιά τον μικρό του γιο και τον ανέβασε στο κάστρο της Ζακύνθου. Τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι κι έλεγε:
Τι να κάμω τώρα; Σε αγκαλιάζω, παιδί μου, μήπως και η αθωότης σου μου εμπνεύση γνώμην καλήν.
Εκείνη την στιγμή ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ξαναγεννήθηκε. Μέσα του άνθισαν ξανά όλες οι ελληνικές αρετές ενδεδυμένες αυτήν την φορά την παιδική αθωότητα κι ενώθηκε με μιας όλο το παρελθόν, με το παρόν και το μέλλον της ελληνικής ιστορίας. Ο Γέρος διαβεβαίωνε πάντα τους συνέλληνές του:
ο Θεός έχει βάλει την υπογραφήν του για την ελευθερία της Πατρίδος και δεν την παίρνει πίσω.
Εκείνη ακριβώς ήταν η στιγμή που υπέγραψεν ο Θεός.
Η όψη του Κολοκοτρώνη άλλαξε εξ αίφνης. Έβγαλε ο Γέρος μια φωνή που αντιλάλησε σε όλη την Ζάκυνθο:
«Όχι, δεν προδίδω την πατρίδα μου. Όπου εσκότωσαν τον πατέρα μου, όπου έκοψαν χέρια και πόδια του παππού μου, εκεί θα πάγω. Εις τον Πλάτανον της Τριπολιτσάς, όπου εκρέμασαν τους ιερείς της πίστεως μας, εκεί θα πάγω, να πάρω, να εξαγοράσω το αίμα τους με αίμα.»
Αποφάσισε λοιπόν να μείνει στην Ζάκυνθο και να περιμένει. Τού ήλθαν ειδήσεις για την Φιλική Εταιρεία και αναθάρρησε. Ξεκίνησε να οργανώνει την δράση του και να συσπειρώνει τους Έλληνες. Έως ότου ήλθε το πλήρωμα του χρόνου.
Στις 3 Ιανουαρίου του 1821 μία βάρκα ξεκίνησε από την Ζάκυνθο για την Πελοπόννησο. Έφθασε εκεί την 6η του μηνός, ανήμερα των Φώτων, κι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πάτησε ξανά τα ιερά χώματα της γης του. Η είδηση της άφιξης του απλώθηκε παντού σαν τον ανοιξιάτικο αέρα που κάνει τα δέντρα και ανθίζουν. Η αντίστροφη μέτρηση για τους Τούρκους είχε ξεκινήσει. Μαρτυρεί ο Γέρος:
Κινώντας εγώ, είχαν μιαν προθυμίαν οι Έλληνες οπού όλοι με τας εικόνας έκαναν δέησι και ευχαριστήσεις· Μού ήρχετο πότε να κλαύσω από την προθυμίαν ‘που ‘βλεπα. Ιερείς έκαναν δέησι. Εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ανασπασθήκαμε και ξεκινήσαμε.
Κι ήταν τότε 22 Μαρτίου του 1821.
Ακολούθησαν πολλές αναμετρήσεις με τους Τούρκους. Το εγχείρημα της Επαναστάσεως δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι Έλληνες συχνά αποκαρδιώνονταν. Έβλεπαν τον στρατό των Τούρκων να τους πλησιάζει και να τους περικυκλώνει κατά χιλιάδας και εφοβούντο. Αλλά ο Κολοκοτρώνης ήταν πάντα εκεί σταθερός σαν βράχος. Ακόμη κι όταν τον εγκατέλειπαν όλοι και έμενε ο Γέρος μόνος του με το άλογό του δεν έχανε την ελπίδα του. Έτρεχε πάλι να τους μαζέψει, να τους εμψυχώσει, να τους μαλώσει, να τους φοβερίσει, να τους παρηγορήσει σαν πατέρας, φίλος, αδελφός και προστάτης. Κι όταν ακόμη το άλογό του κουραζόταν, συνέχιζε ο ίδιος με τα πόδια του. Κάποτε έφθασε κι ο Γέρος κοντά στην απελπισία. Όλοι τον είχαν εγκαταλείψει και κάθισε μόνος του στην Παναγιά στο Χρυσοβίτσι. Το καθισιό του ήταν όπου έκλαιγε την Ελλάδα, όπως λέει. Ύστερα προσευχήθηκε να δώσει η Παναγία θάρρος στους Έλληνες. Και τους έδωσε.
Τους ξαναμάζεψε ο Γέρος, έκαμε τον σταυρό του και ξεκίνησε. Όποιος αγαπάει την Πατρίδα ας με ακολουθήσει, τους είπε. Και τον ακολούθησαν. Οργανώθηκαν ξανά και ετοιμάζονταν γύρω από το Βαλτέτσι. Εκεί έπιασαν τους Τούρκους και τους τσάκισαν. 23 ώρες κράτησε η μάχη. Έπειτα, άκουγαν οι Τούρκοι Κολοκοτρώνη κι έτρεχαν να κρυφτούν. Η μάχη στο Βαλτέτσι ήταν η ευτυχία της Πατρίδος. Ήταν τότε 12-13 Μαΐου. Ο Κολοκοτρώνης έβαλε λόγον και είπε:
Πρέπει να νηστεύσωμεν όλοι δια δοξολογίαν εκείνης της ημέρας, και να δοξάζεται αιώνας αιώνων έως ου στέκει το έθνος, διατί ήτον η ελευθερία της Πατρίδος.
Οι Έλληνες άρχισαν να παίρνουν θάρρος από εκείνη την ημέρα. Μαρτυρεί ξανά ο αρχιστράτηγος για το φρόνημα των Ελλήνων κατά τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως:
Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα του ἐζύμωνε, τὸ παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δυὸ χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα.
Αυτή η ομόνοια και η προθυμία οδήγησαν τους Έλληνες σε μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες. Και ήλθε η ώρα να εκπληρώσει ο Γέρος την υπόσχεσίν του ελευθερώνοντας την Τριπολιτσά. Από τα τείχη μέχρι το Σαράι των Τούρκων, το άλογο του δεν πάτησε σε χώμα, παρά μόνο σε πτώματα. Ο Γέρος συμπλήρωσε τα εξής:
Όταν εμβήκα είς την Τριπολιτζά με έδειξαν είς το παζάρι τον Πλάτανο που εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: Άϊτε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθησαν εκεί, και εδιέταξα και τον έκοψαν· επαρηγορήθηκα και διά τον σκοτομόν των Τούρκων.
Έτσι συνέχιζαν οι Έλληνες τον αγώνα, ενθουσιώδεις, βασίζοντας τις ελπίδες τους στον Θεό και στον Γέρο. Ότι ο Γέρος είχε γίνει ο στυλοβάτης ολοκλήρου του Έθνους, πραγματικός Εθνάρχης δηλαδή, μαρτυρείται μεταξύ άλλων κι από έναν διάλογο που διέσωσε ο αγωνιστής Δρόσος Κόκκινος, μεταξύ του φλογερού πολεμάρχου Γεωργίου Καραϊσκάκη και του Γενναίου, του υιού του Κολοκοτρώνη.
Ήμην εις την σκηνήν του Καραϊσκάκη και υπηρέτουν αυτόν συντρώγοντα μετά του Γενναίου -του υιού του Θ. Κολοκοτρώνη- ότε ήκουσα τον εξής διάλογον:
-Γενναίε, του λέγει ο Καραϊσκάκης, να μου κάνης την χάριν να μην εκτίθεσαι εις τας μάχας.
-Συ, γιατί εκτίθεσαι; του λέγει ο Γενναίος.
-Έτσι το λέω κι έτσι είναι, απήντησεν ο Καραϊσκάκης. Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος. Και αν πάη ο Γέρος πάει η Ελλάς, ενώ σαν εμένα έχει και άλλους το έθνος.
Αγαπητοί μου,
Είναι κάτι ριζωμένοι βράχοι που ξέσπασαν πάνω τους όλα τα στοιχεία και τα στοιχειά της φύσεως: ορμητικές φουρτούνες, καταιγίδες, αστροπελέκια και αυτοί παραμένουν εκεί αγέρωχοι και ακατάβλητοι· αντιστάθηκαν ακόμη και στις αξίνες και τα σφυριά του Μαυροκορδάτου και του Κωλλέτη, των Βαυαρών, των αδίκων, των προδοτών και συνεχίζουν ακόμη να αντιστέκονται και θα συνεχίσουν ες αεί. Κορυφαίο παράδειγμα τέτοιας επιφανούς προσωπικότητος είναι ο Γέρος του Μοριά, του οποίου η δόξα δεν θα σβήσει ποτέ όσο κι αν τον αντιμάχονται οι μικροί και οι ελάχιστοι. Αυτούς ας τους συγχωρήσει ο Θεός. Μέχρι τότε, εμείς θα συνεχίσουμε να τιμούμε τον Ήρωα, τον Ένδοξο πρόγονό μας, τον Πατέρα της Νέας Ελλάδος, τον Εθνάρχη Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Μετά τιμής
Βασιλική Α. Αποστολίδη
Δασκάλα
Πρόεδρος Τ.Κ. Πύργου Ιθώμης