Ο Παρμενίδης ήταν Αρχαίος Έλληνας Φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σ’ ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της Προσωκρατικής Σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες Φυσιολόγους δεν αναζητά την Ενότητα του Κόσμου σε μία Φυσική Ουσία, αλλά στην ίδια την Οντότητα των Πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο Είναι όλων των Όντων κι όλων των Πραγμάτων.
Ο Παρμενίδης εκθέτει τη Φιλοσοφία του σ’ έμμετρο Λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα Θείας Αποκάλυψης. Στο προοίμιο του Ποιήματος περιγράφεται το ταξίδι του Ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από Κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη Θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η Θεά επιχειρώντας μία προσέγγιση της καρδιάς της Αλήθειας: “αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα”.
Παρουσιάζοντας τα Φαινόμενα ως Όντα, εισάγεται στο Ποίημα το Είναι και γεννιέται ο Κλάδος της Φιλοσοφίας, η Οντολογία: ο Λόγος περί του Όντος, περί του Είναι. Σε αντίθεση με τους Ίωνες ο Παρμενίδης δεν ρωτά για το τι των Όντων, αλλά στρέφει την προσοχή μας στο Είναι. Σ’ ένα άλλο απόσπασμα αντιδιαστέλλει το Είναι, την ύπαρξη των Όντων με το Μηδέν και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου Μηδενός, ως αντίθετου στο Είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δυο οδούς του Είναι και του Μηδενός ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η οδός του Είναι, είναι η μόνη αληθινή κι ότι μόνον το είναι μπορεί ν’ αποτελέσει αυθεντικό Αντικείμενο της Νόησης.
Η Νόηση εδώ δεν εξαρτάται από τις Αισθήσεις, αλλά διεισδύει στη βαθύτερη ουσία των Πραγμάτων. Άσχετα από τη μεταβολή των Εξωτερικών Πραγμάτων, το Είναι, που αφορά αδιακρίτως κάθε Ον, αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας, η οποία δεν αρνείται τον Κόσμο και την πολλαπλότητα, την κίνηση και την πολυμορφία, αλλά υπογραμμίζει την ενότητα και συνέχεια που τον διέπει, αν τον δούμε γεμάτο από το Είναι.
Παρμενίδης
Ο Παρμενίδης δεν αναζήτησε την Ενότητα του Κόσμου σ’ ένα από τα επιμέρους Στοιχεία του (νερό, αέρας, φωτιά κ.λπ.), αλλά στο Είναι (τὸ εἶναι, τὸ ἐόν), τονίζοντας ότι καθετί γύρω μας υφίσταται, υπάρχει, είναι. Το Προοίμιο του Ποιήματος που συνέθεσε περιγράφει ένα υπερφυσικό ταξίδι προς μια ανώνυμη Θεά, η οποία του υπόσχεται πως θα μάθει από αυτήν τα πάντα. Ακολουθεί το τμήμα της Αλήθειας, το οποίο αναπτύσσει την έννοια του Είναι διακρίνοντας (Β 2) δύο οδούς της Νόησης. Η οδός του Είναι, η οποία τονίζει ότι είναι κι ότι αδύνατο να μην είναι, χαρακτηρίζεται ως οδός της πειθούς, διότι ακολουθεί την Αλήθεια.
Αντίθετα, η οδός του Μηδενός, η οποία υποστηρίζει ότι δεν είναι και ότι ανάγκη να μην είναι, είναι μια οδός δίχως Γνώση, διότι ούτε να γνωρίσεις το μη-ον θα μπορούσες ούτε να το εκφράσεις. Στη συνέχεια η Θεά εκθέτει (Β 8) μία σειρά από σήματα, τα οποία οριοθετούν την οδό του Είναι, ασκώντας συγχρόνως έμμεσα κριτική στους Μιλησίους. Η κατάφαση του Είναι συμβαδίζει διαρκώς με τη ρητή απόρριψη του Μηδενός και μίας σύνδεσης κι ανάμιξής του με το Είναι, η οποία θα μπορούσε να πάρει τη μορφή μίας τρίτης οδού (Β 6, Β 7). Στο δεύτερο τμήμα (Δόξα), η Θεά εντοπίζει το θεμελιώδες σφάλμα των Θνητών, οι οποίοι στις Δοξασίες τους (δόξαι) διχοτομούν τον Κόσμο βάσει δυό αντίθετων Μορφών: του Φωτός και της Νύχτας. Στη συνέχεια εκθέτει ένα έγκυρο Κοσμογονικό και Κοσμολογικό Σύστημα (διάκοσμος, Β 8.60), στο οποίο οι δύο μορφές δεν αλληλοαποκλείονται, αλλά αναμειγνύονται διαμορφώνοντας από κοινού τον Κόσμο: “αφού λοιπόν τα πάντα φως και νύχτα ονομάστηκαν κι όσα αντιστοιχούν στις δυνάμεις τους στο καθετί αποδόθηκαν, όλα γεμάτα είναι από φως και νύχτα αόρατη συνάμα, ίσα και τα δύο, διότι το Μηδέν σε κανένα τους δεν μετέχει (Παρμενίδης, Β 9).
Η Φιλοσοφία του Παρμενίδη παρουσιάζεται ως Θεϊκή Αποκάλυψη, ως Αποκάλυψη μιας ανώνυμης Θεάς, που υποτίθεται ότι αποκαλύπτει στον Παρμενίδη την Αλήθεια και μόνο την Αλήθεια. Το παράδοξο εδώ είναι ότι ο Φιλοσοφικός Λόγος παρουσιάζεται ως Θεϊκή Αποκάλυψη: Δογματική κι αναμφισβήτητη Αλήθεια. Αυτό όμως συνιστά ουσιαστικά αναίρεση της Ταυτότητάς του. Έτσι η πρόθεση του Παρμενίδη να δείξει μέσα από την ποιητική και συμβολική εικόνα του φανταστικού του ταξιδιού στη Χώρα του Φωτός την ανάγκη υπέρβασης της Απλοϊκής Γνώσης από την Έγκυρη Γνώση της Φιλοσοφίας αποδεικνύεται, όσο κι αν είναι κατανοητή, Αντιφιλοσοφική. Αυτό είναι το τίμημα της αλαζονικής του πεποίθησης ότι αυτός και μόνον αυτός κατέχει την Αλήθεια.
Καταφεύγει στον ρόλο του Προφήτη της ανώνυμης Θεάς για να προσδώσει στον Φιλοσοφικό του Λόγο μεγαλύτερο κύρος, χωρίς όμως να συνειδητοποιεί ότι με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά τον υπονομεύει, αφού ο Φιλοσοφικός Λόγος είναι πάντοτε αγωνιώδης αναζήτηση της Αλήθειας, είναι Ελεύθερος Στοχασμός και ποτέ ένα είδος Θεϊκής Αποκάλυψης. Το περιεχόμενο της δήθεν Αποκάλυψης έμεινε τελικά εντελώς ανεπηρέαστο από την μορφή της η οποία είναι ποιητική, μυθική και θρησκευτική.
Στο πλαίσιο του Ιστορικού Προβληματισμού της εποχής του, ο Παρμενίδης πρώτος αμφισβήτησε σοβαρά την αξιοπιστία των Αισθήσεων κι αναζήτησε την Ουσία πέρα από τα συνεχώς μεταβαλλόμενα Φαινόμενα, την οποία επιχείρησε να προσδιορίσει, επικαλούμενος ορισμένες λογικές Αναγκαιότητες. Για τους παλαιότερους Διδασκάλους της Ιωνίας αρκούσε η περιγραφή του Κόσμου, όπως αυτή φαίνεται ή όπως αυτός γενικότερα προσφέρεται στην ανθρώπινη εμπειρία. Κρινόμενος από την προοπτική του Ιστορικού Προβληματισμού της εποχής του, ο Παρμενίδης φαίνεται θεματολογικά πρωτοποριακός, αλλά μορφολογικά οπισθοδρομικός: επανατοποθετεί το Πρόβλημα της Ουσίας σε νέα βάση, ξεπερνά την αφοριστική και δογματική περιγραφή της Πρώιμης Ιωνικής Φυσικής, προάγει την Κριτική και Διαλεκτική Σκέψη του Ηρακλείτου και θεμελιώνει τη Γνωσιολογία, τη Λογική και τη Μεταφυσική.
Από όλους τους Προσωκρατικούς [Προσωκρατικοί αποκαλούνται οι πρώτοι Έλληνες Φιλόσοφοι, που εμφανίστηκαν πριν από τον Σωκράτη κι αναφέρονται κι ως Φυσικοί, καθώς κι οι Πρωιμότεροι από τους Σοφιστές. Κύριο θέμα των αναζητήσεών τους ήταν η προέλευση του Κόσμου κι η βασική δομή της Φύσης. Η Φιλοσοφία γεννήθηκε στην Ιωνία κατά τον 6ο αι. π.Χ. με τους τρεις Μιλήσιους, τον Θαλή, τον Αναξίμανδρο και τον Αναξιμένη.
Ο Θαλής είναι ο πρώτος που έθεσε το Κοσμοθεωρητικό Πρόβλημα. Ως Πρώτη Αιτία κι Απαρχή των Όντων έθεσε το νερό, εισάγοντας έτσι μια ενιαία ερμηνευτική Υλική Αρχή, όλων των Φαινομένων. Ο Διάδοχός του Αναξίμανδρος θεώρησε ως Αρχή των Όντων το Άπειρο. Μέσα στο Ένα, το Άπειρο, περικλείονται σπερματικές δυνάμεις που γεννούν ζεύγη αντιθέτων, τα οποία διέπουν σύμφυτοι Νόμοι κι αιτιώδεις σχέσεις, έτσι ώστε ο Κόσμος παρουσιάζεται ως ένα αυτοδύναμο κι αυτοελεγχόμενο Σύστημα. Σύγχρονος, αλλά νεότερος του Αναξίμανδρου, ο Αναξιμένης φαίνεται συνεχιστής της Σκέψης του, καθώς ονόμασε πηγή όλων των Πραγμάτων τον αέρα, τον οποίο θεώρησε άπειρο κι υπεύθυνο για τα Φυσικά Φαινόμενα] ο Παρμενίδης προσφέρει την αμιγέστερη Φυσική Φιλοσοφία.
Παρμενίδης, Ηράκλειτος και Πλάτων
Παρμενίδης κι Ηράκλειτος, οι δύο σημαντικότεροι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, επηρεάζουν βαθιά τον Πλάτωνα, ο οποίος εμφανίζει τις Θεωρήσεις τους ως δυό άκρα, τα οποία η δική του Φιλοσοφία φιλοδοξεί να υπερβεί.
Σχέση Παρμενίδη κι Ηρακλείτου
Οι Αρχαίοι Βιογράφοι τοποθετούν την ακμή του Ελεάτη Παρμενίδη περί το 500 π.X. κι εμφανίζουν τον Εφέσιο Ηράκλειτο είτε ως σύγχρονό του είτε ως (έως και μία γενιά) μεταγενέστερο. Ομοίως, το αδρό ιστορικό σχήμα που παρουσιάζεται στον Σοφιστή εμφανίζει τις “Ιωνικές Μούσες”, τον Ηράκλειτο, να έπεται (ὕστερον, 242d) του “Ελεατικού φύλου”, του Παρμενίδη.
Δεν μπορούν να εξαχθούν επιχειρήματα υπέρ μίας μεταχρονολόγησης του Παρμενίδη από το δραματικό πλαίσιο του Διαλόγου Παρμενίδης , ο οποίος εμφανίζει τον Ελεάτη να συναντάται με τον Σωκράτη. Η έμφαση στις ηλικίες των Συνομιλητών (127b-c) επιχειρεί εκεί να δώσει δραματική πειστικότητα σε μία συνάντηση η οποία, λόγω της χρονικής απόστασης των δύο πρωταγωνιστών, ήταν καταφανώς αδύνατη.
Ο Ηράκλειτος γράφει σε πεζό Λόγο, αλλά με ύφος που παραπέμπει σε Χρησμούς κι Αφορισμούς. Τονίζει τη Διαρκή Κίνηση και τη Μεταβλητότητα των Πραγμάτων, χωρίς να μένει στη διαπίστωση ότι τὰ πάντα ῥεῖ (φράση που δεν προέρχεται από τον ίδιο και που κακώς του αποδίδεται). Τονίζει, αντίθετα, την ενότητα και συνοχή του Μεταβαλλόμενου Σύμπαντος, την οποία διασφαλίζει η ισχύς του Λόγου: της Ρυθμιστικής Αρχής που διέπει το σύνολο της Πραγματικότητας, συνδέει με σχέσεις αναλογίας όλα τα Όντα κι αποτελεί κριτήριο κάθε Αληθούς Λέγειν: “αν κι αυτός ο Λόγος υπάρχει αιώνια, οι Άνθρωποι γίνονται πάντα ασύνετοι και πριν τον ακούσουν κι αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά κι ενώ τα πάντα γίνονται σύμφωνα με αυτόν τον Λόγο, οι Άνθρωποι δείχνουν άπειροι κι ας έχουν πείρα Λόγων κι Έργων, όπως αυτά που πραγματεύομαι εγώ εδώ, όταν τα διαιρώ, σύμφωνα με τη φύση του καθενός κι εξηγώ πώς έχουν” (Β 1). Ακόμη κι οι καταστάσεις που εμφανίζονται ως αντίθετες εναρμονίζονται μέσα σε αυτήν τη βαθιά ενότητα, την οποία ο Ηράκλειτος αποκαλεί “τὸ Σοφόν και εξεικονίζει ως πῦρ”: ως μία Σταθερά που διαρκώς λαμβάνει διάφορες μορφές, χωρίς να χάνει ποτέ την Ουσία της.
Η πλατωνική Πρόσληψη
Ο σεβασμός και η εκτίμηση του Πλάτωνα για τον Παρμενίδη διατυπώνονται με ιδιαίτερη έμφαση. Ο Πλατωνικός Σωκράτης τον αποκαλεί σεβάσμιο και φοβερό κι ανησυχεί μήπως αποτύχει να κατανοήσει τα λεγόμενά του (Θεαίτ. 183e-184a). Η επίδρασή του στην Πλατωνική Μεταφυσική υπήρξε καθοριστική, καθώς οι Ιδέες διέπονται από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Παρμενιδείου Είναι: είναι ενιαίες, απλές, αμετάβλητες, αγέννητες κι άφθαρτες.
Στον “Παρμενίδη”, ο γέρων Παρμενίδης αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο και προσφέρει στον νεαρό Σωκράτη ένα σημαντικό Μάθημα περί Ιδεών και Διαλεκτικής, ενώ στον “Σοφιστή” και στον “Πολιτικό” κεντρικός Συνομιλητής είναι ο ανώνυμος Ελεάτης Ξένος: αυτός αναγνωρίζει ότι η Διάζευξη Είναι-Μηδενός αδυνατεί να εξηγήσει οντολογικά το Ψεύδος, την ομοιότητα και την επίφαση και μετασχηματίζει το Μηδέν στην Ιδέα της Ετερότητας, χωρίς ν’ αποδέχεται την ύπαρξη του Απολύτου Μηδενός, αποφεύγοντας εν τέλει την Πατροκτονία (241d).
Στον “Παρμενίδη” (128a-b) και στον “Σοφιστή” (244b), η Φιλοσοφία του Παρμενίδη θα συνοψισθεί στη φράση ἓν τὸ πᾶν, αναγορεύοντάς τον έτσι σε Φιλόσοφο του Ενός και της ακινησίας, ενώ από την άλλη, ο Ηράκλειτος θα ταυτιστεί με τους ακραίους Οπαδούς του (όπως ο Κρατύλος), εμφανιζόμενος ως Φιλόσοφος της Απροσδιόριστης Μεταβλητότητας και τη Διαρκούς Ροής.
Η αδιάλειπτη ροϊκότητα των Ηρακλειτείων αναγνωρίστηκε από τον Πλάτωνα ως βασικό χαρακτηριστικό του Κόσμου των Φαινομένων. Παράλληλα, η απόδοση στον Ηράκλειτο μίας θέσης περί ταυτόχρονης ύπαρξης των Αντιθέτων, η οποία αποκλείει κάθε Βέβαιη Γνώση, τον εμφανίζει ως Πρόδρομο της Σοφιστικής (Κρατ. 402a, Θεαίτ . 152 d-e, 179e-180c). Παρμενίδης κι Ηράκλειτος καθίστανται πόλοι μιας Αντίθεσης, της οποίας η γεφύρωση κι υπέρβαση αναλήφθηκε από την Πλατωνική Φιλοσοφία.
Ο Πλατωνικός Διάλογος “Παρμενίδης” – Πρόκλος
Ο Πλατωνικός “Παρμενίδης” είναι ο Διάλογος που όλα τα Θεία Γένη προέρχονται από την Πρώτιστη Αιτία με σειρά κι επιδεικνύουν και τη μεταξύ τους σύνδεση. Τα κορυφαία και συνενωμένα με το Ένα και Πρωτουργά έλαβαν ενιαίο, απλό και μυστικό είδος Ύπαρξης, ενώ τα κατώτατα κατακερματίζονται σε μεγάλο πλήθος κι υπερτερούν σε αριθμό, αλλά υστερούν σε δύναμη από τα ανώτερά τους, ενώ τα ενδιάμεσα, είναι πιο σύνθετα από τα αίτια τους και πιο απλά από τα δημιουργήματά τους.
Όλα τ’ Αξιώματα της Θεολογικής Επιστήμης με πληρότητα εμφανίζονται εδώ κι όλοι των Θείων οι διάκοσμοι αποδεικνύεται ότι λαμβάνουν υπόσταση ο ένας αμέσως μετά τον άλλο. Τίποτα άλλο δεν έχει υμνηθεί, παρά η Δημιουργία των Θεών κι όσων με οποιοδήποτε τρόπο υπάρχουν από την απόρρητη κι άγνωστη αιτία των πάντων. Το Όλον και το Τέλειον της Θεολογικής Επιστήμης Φως ο Πλατωνικός “Παρμενίδης” ανάπτει για τους του Πλάτωνος εραστές και μετά από αυτόν οι προαναφερόμενοι Διάλογοι έλαβαν μερίδια της περί Θεών Μυσταγωγίας κι όλοι έχουν συμμετάσχει στην Ένθεη Σοφία και τις αυτοφυείς ημών Έννοιες [Νοήματα] περί το Θείον διεγείρουν.
Πρέπει το όλον πλήθος των Διαλόγων να το αναγάγουμε στους προαναφερθέντες κι αυτούς τους τελευταίους πάλι να τους συνοψίσουμε στη μία κι ολοκληρωμένη Θεωρία του Πλατωνικού “Παρμενίδη”. Βλ. Πρόκλος “Κατά Πλάτωνος Θεολογία, Βιβλίο Α, 1.31.7 – 1.32.9”: Theol Plat 1.31.7 ` to Theol Plat 1.32.9 Εἰ δὲ δεῖ τὸ παντελὲς καὶ ὅλον καὶ συνεχὲς ἄνωθεν ἄχρι τοῦ σύμπαντος ἀριθμοῦ τῆς θεολογίας ἐν ἑνὶ Πλατωνικῷ διαλόγῳ σκοπεῖν, παράδοξον μὲν ἴσως εἰπεῖν καὶ τοῖς ἐκ τῆς ἡμετέρας ἑστίας μόνης τὸ λεχθησόμενον καταφανές· τολμητέον δ᾽ οὖν ὅμως, ἐπείπερ ἠρξάμεθα τῶν τοιούτων λόγων, καὶ ῥητέον πρὸς τοὺς ταῦτα λέγοντας ὡς ὁ Παρμενίδης ὃν ποθεῖτε, καὶ τὰ μυστικὰ τοῦ διαλόγου τοῦδε νοήματα φαντάζεσθε. Πάντα γὰρ ἐν τούτῳ τὰ θεῖα γένη καὶ πρόεισιν ἐκ τῆς πρωτίστης αἰτίας ἐν τάξει καὶ τὴν πρὸς ἄλληλα συνάρτησιν ἐπιδείκνυσι· καὶ τὰ μὲν ἀκρότατα καὶ τῷ ἑνὶ συμφυόμενα καὶ πρωτουργὰ τὸ ἑνιαῖον καὶ ἁπλοῦν καὶ κρύφιον ἔλαχε τῆς ὑπάρξεως εἶδος, τὰ δὲ ἔσχατα πληθύνεται κατακερματιζόμενα καὶ τῷ μὲν ἀριθμῷ πλεονάζει τῇ δὲ δυνάμει τῶν ὑπερτέρων ἐλασσοῦται, τὰ δὲ μέσα κατὰ τὸν προσήκοντα λόγον συνθετώτερα μέν ἐστι τῶν αἰτίων ἁπλούστερα δὲ τῶν οἰκείων γεννημάτων.
Καὶ πάντα, ὡς συνελόντι φάναι, τὰ τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης ἀξιώματα τελέως ἐνταῦθα καταφαίνεται καὶ τῶν θείων οἱ διάκοσμοι πάντες συνεχῶς ὑφιστάμενοι δείκνυνται· καὶ οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ θεῶν γένεσις ὑμνημένη καὶ τῶν ὁπωσοῦν ὄντων ἀπὸ τῆς ἀρρήτου καὶ ἀγνώστου τῶν ὅλων αἰτίας. Τό τε οὖν ὅλον καὶ τέλειον τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης <φῶσ> ὁ Παρμενίδης <ἀνάπτει> τοῖς τοῦ Πλάτωνος ἐρασταῖς, καὶ μετὰ τοῦτον οἱ προειρημένοι διάλογοι μέρη κατενεί μαντο τῆς περὶ θεῶν μυσταγωγίας, καὶ πάντες ὡς εἰπεῖν τῆς ἐνθέου σοφίας μετειλήφασιν καὶ τὰς αὐτοφυεῖς ἡμῶν ἐννοίας περὶ τὸ θεῖον ἀνεγείρουσι. Καὶ δεῖ τὸ μὲν ὅλον πλῆθος εἰς τοὺς προκειμένους ἀναφέρειν διαλόγους, τοὺς δὲ αὖ πάλιν εἰς τὴν μίαν καὶ παντελῆ τοῦ Παρμενίδου θεωρίαν συνάγειν. Ύστερος Διάλογος του Πλάτωνος με θέμα τη Σχέση Ενός και Πολλών, ο οποίος ασκεί έμμεση κριτική στην Πλατωνική Θεωρία των Ιδεών, όπως αυτή διατυπώθηκε στους Διαλόγους της Ώριμης Περιόδου.
Δραματική μορφή, πρόσωπα, περίοδος συγγραφής
Ο “Παρμενίδης” είναι ένας αφηγούμενος (διηγηματικός) Διάλογος. Ο άγνωστος κατά τα άλλα Κέφαλος από τις Κλαζομενές, που δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον Συρακούσιο Κέφαλο της Πολιτείας, διηγείται σε ανώνυμο ακροατήριο μία παλαιά συζήτηση ανάμεσα στον 40χρονο Ζήνωνα, τον 60χρονο Παρμενίδη και τον νεαρό Σωκράτη (127b-c), που έγινε το Καλοκαίρι του 450 π.Χ. Παρόντες ήταν συνολικά 7 Άνδρες (129d), από τους οποίους κατονομάζεται και κάποιος Αριστοτέλης (137b-c), μετέπειτα Μέλος των Τριάκοντα Τυράννων (127d).
Ο “Παρμενίδης” είναι μεταγενέστερος από τους Διαλόγους της Ωριμότητας (Συμπόσιο , Φαίδωνα , Πολιτεία, Φαίδρο) κι εγκαινιάζει την Ύστερη Συγγραφική Περίοδο του Πλάτωνος, κατά την οποία ο Αθηναίος Φιλόσοφος αντιμετωπίζει κριτικά τη Θεωρία των Ιδεών.
Δομή και περιεχόμενο
Ο “Παρμενίδης” χωρίζεται σε δύο διακριτά μέρη με μικρή εισαγωγή (126a-127d). Στο πρώτο (127d-137c), ο Σωκράτης, που έχει μόλις ακούσει τον Ζήνωνα να διαβάζει ένα Σύγγραμμα υποστηρικτικό της Παρμενίδειας Θέσης ότι το σύνολο της Πραγματικότητας αποτελεί αδιάσπαστη ενότητα (128a-b), εκθέτει τη δική του Θεωρία των Ιδεών, για ν’ αντιμετωπίσει στη συνέχεια την διεισδυτική κι αμείλικτη κριτική του Παρμενίδη. Ανήμπορος να υπερασπιστεί το διανοητικό γέννημά του, ο Σωκράτης δεν ξέρει πλέον πού να στρέψει τον νου (135c). Ο Παρμενίδης τον ενθαρρύνει λέγοντάς του ότι η υπόθεση των Ιδεών είναι κατ’ αρχήν μία σωστή Μέθοδος Σκέψης, αλλά το περιεχόμενό της χρειάζεται να ελέγχεται λογικά, μέσα από μία πολύπλοκη Διαλεκτική Άσκηση, την οποία το αμαθές πλήθος θεωρεί άχρηστη φλυαρία (135d-e).
Στη συνέχεια, ο Παρμενίδης παρουσιάζει τη θεωρητική υποτύπωση της Διαλεκτικής Άσκησης που έχει κατά νου (135e-136c) κι ακολουθεί το δεύτερο κι εκτενέστερο μέρος του Διαλόγου (137c-166c) ως παραδειγματική εφαρμογή αυτής της Διαλεκτικής Άσκησης. Συνομιλητής του Παρμενίδη είναι ο Αριστοτέλης, το νεότερο Μέλος της παρέας, ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια της Άσκησης παρεμβαίνει μόνον για ν’ αποδεχτεί την εγκυρότητα των Παρμενίδειων Συλλογισμών. Ο Διάλογος κλείνει (166c) με μία σύνοψη των ριζικά αντιθετικών συμπερασμάτων που προέκυψαν από τις δυο αντιφατικές υποθέσεις που εξετάστηκαν.
\
Το πρόβλημα της ερμηνείας
Ο “Παρμενίδης” είναι ένας εξαιρετικά δυσπρόσιτος Διάλογος.
Το πρώτο μέρος του Διαλόγου φαίνεται να εγείρει έγκυρες ενστάσεις κατά της Θεωρίας των Ιδεών και μπορεί να ερμηνευθεί ως Αίτημα γι’ αποσαφήνιση της Μεταφυσικής Υπόστασης των Ιδεών, απηχώντας πιθανότητα και την εσωτερική κριτική της Θεωρίας εντός των κόλπων της Ακαδημίας.
Το δεύτερο μέρος, που έρχεται ως επιστέγασμα του πρώτου, βρίθει λογικών σφαλμάτων και θέτει το ζήτημα αν ο Συγγραφέας είχε επίγνωση των ολισθημάτων αυτών και, στην περίπτωση που είχε, γιατί δεν τ’ απάλειψε.
Κάποιοι Σύγχρονοι Ερμηνευτές θεωρούν ότι το δεύτερο μέρος έχει σκωπτικό χαρακτήρα και θέλει να διακωμωδήσει ανάλογες, καθαρά λογικές, έρευνες που συνέβαιναν στη Σχολή των Μεγάρων κι αλλού. Άλλοι διακρίνουν γνήσιες μεταφυσικές απορίες ή και λύσεις. Γενικά, ο Διάλογος εξακολουθεί να διχάζει τους Ερμηνευτές: το δίλημμα αν ο Παρμενίδης ενέχει κάποια θετική Διδασκαλία ή αποτελεί ένα λογικό παίγνιο παραμένει ανοιχτό.
Μέρος πρώτο
Ένα από τα επιχειρήματα του λόγου του Ζήνωνα κατά της ύπαρξης πολλών Πραγμάτων (127e) έλεγε ότι αν τα Όντα είναι πολλά, τότε θα έπρεπε να είναι όμοια μεταξύ τους (αφού έχουν συμπεριληφθεί σε ένα κοινό σύνολο), αλλά κι ανόμοια (αφού είναι διακριτά), πράγμα λογικά αδύνατο. Από αυτό το λογικό αδιέξοδο ο Ζήνων εξήγαγε το συμπέρασμα ότι τα Όντα δεν μπορεί να είναι πολλά.
Προκειμένου να λύσει το φλέγον ζήτημα της Σχέσης του Ενός με τα πολλά, ο Σωκράτης προτείνει τη διάκριση μεταξύ του Όμοιου καθ’ εαυτό και του Όμοιου κατά μετοχή. Το ίδιο το Όμοιο (η Πλατωνική Ιδέα, δεν μπορεί να διαθέτει την αντιθετική ιδιότητα του Ανομοίου.
Όμως τα επιμέρους Αισθητά Όντα δεν εμποδίζονται να μετέχουν στην Ιδέα της Ομοιότητας και σε αυτήν της Ανομοιότητας, τόσο στην Ιδέα του Ενός όσο και στην αντιφατική Ιδέα του Πλήθους και να είναι κι όμοια κι ανόμοια μεταξύ τους, δηλαδή κι ένα και ταυτόχρονα πολλά (128e-130a). Ο Παρμενίδης παρεμβαίνει κι, αφού πρώτα πεισθεί ότι ο Σωκράτης εννοεί τις Ιδέες ως ξεχωριστά Όντα που αφορούν πρωτίστως γενικές έννοιες όπως το Δίκαιο, το Ωραίο και το Αγαθό, ίσως Φυσικά Είδη (Άνθρωπος, νερό, φωτιά κ.λ.π.), αλλά σίγουρα όχι Πράγματα όπως η τρίχα, η λάσπη κι η βρωμιά (130b-d), επιθυμεί να μάθει τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται οι Ιδέες με τα Αισθητά.
Ο Σωκράτης δυσκολεύεται. Αρχικά, αδυνατεί ν’ απαντήσει αν κάθε Ιδέα παρίσταται ολόκληρη ή με ένα μόνο μέρος της στα Αισθητά Πράγματα που μετέχουν σε αυτήν. Οι δυο αυτές εναλλακτικές αποδεικνύονται λογικά ανεπαρκείς (131a-e). Στην πρώτη περίπτωση η Ιδέα θα είναι αναγκαστικά χωρισμένη από τον εαυτό της, ενώ στη δεύτερη θα προκύψει το παράδοξο ότι ένα μικρό μέρος της Ιδέας του Μεγάλου θα καταστήσει το Αισθητό Πράγμα που το φέρει μεγαλύτερο από την ίδια την Ιδέα, η οποία εντωμεταξύ θα έχει απωλέσει ένα μέρος της. Το επιχείρημα θέτει το ζήτημα της Αυτοκατηγόρησης των Ιδεών.
Οι Διάλογοι της Ωριμότητας είχαν υποστηρίξει ότι η Ιδέα του Ωραίου είναι το πιο όμορφο πράγμα κι η Ιδέα του Αγαθού το πιο Αγαθό πράγμα. Εδώ αυτή η βεβαιότητα φαίνεται να κλονίζεται.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα, ο Παρμενίδης εκθέτει ένα επιχείρημα (131a-b) που έχει μείνει στην Ιστορία της Φιλοσοφίας ως “Επιχείρημα του τρίτου Ανθρώπου” (Αριστ . Μ.τ. Φ. Ζ 13, 1039a2, K 1, 1059b8): αν η Ιδέα του Χ διαθέτει την ιδιότητα χ, της οποίας αποτελεί την Αιτία, τότε θα χρειαστεί να υποθέσουμε την ύπαρξη μιάς ανώτερης Ιδέας του Χ, προκειμένου να εξηγήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η αρχική Ιδέα του Χ και τα πράγματα που είναι χ ανήκουν από κοινού στο ίδιο σύνολο. Το επιχείρημα οδηγεί σε μια επ’ άπειρον αναδρομή.
Εξίσου ανεπαρκείς αποδεικνύονται κι οι απόπειρες του Σωκράτη να εμφανίσει τις Ιδέες ως Σκέψεις (132b) ή ως παραδειγματικά Αρχέτυπα της Φύσης, προς τα οποία τ’ άλλα Πράγματα τείνουν μέσω μίας διαδικασίας εικαστικής εξομοίωσης (132d). Ο Παρμενίδης αντιτείνει ότι οι Σκέψεις είναι πάντοτε Σκέψεις για Πράγματα που βρίσκονται έξω από τον Νου (132b-c) κι ανασύρει εκ νέου το Επιχείρημα του τρίτου Ανθρώπου (132d-133a).
Το τελικό συμπέρασμα του λογικού ελέγχου που ασκεί ο Παρμενίδης στον Σωκράτη είναι ότι οι Ιδέες θα πρέπει να θεωρηθούν είτε ανύπαρκτες είτε τόσο ριζικά χωρισμένες από τα πράγματα που καλούνται να ερμηνεύσουν, ώστε να είναι ουσιαστικά άγνωστες σ’ εμάς (133b-135b). Ο Παρμενίδης υποστηρίζει μ’ έμφαση ότι χωρίς την υπόθεση των Ιδεών η Διάνοιά μας δεν θα έχει κανένα Σταθερό Αντικείμενο Αναφοράς κι η Διαλεκτική Δύναμη της Σκέψης θα καταρρεύσει (135b-c).
Στη συνέχεια, εκεί που συνδέονται ουσιαστικά τα δύο μέρη του Διαλόγου (136a-137c), ο Παρμενίδης, παίρνοντας ως παράδειγμα την αρχική Υπόθεση του Ζήνωνος (“αν υπάρχουν πολλά”), ζητά από τον Σωκράτη να δει τι προκύπτει ως λογικό συμπέρασμα από αυτήν την υπόθεση κι από την άρνησή της (“αν δεν υπάρχουν πολλά”). Αμέσως μετά αναλαμβάνει να δείξει μ’ ένα εκτενές παράδειγμα τι ακριβώς εννοεί, έχοντας προηγουμένως καταστήσει σαφές ότι η Άσκηση θ’ αφορά αποκλειστικά και μόνον Ιδέες (135d-e).
Μέρος δεύτερο
Στη Διαλεκτική Άσκηση που συνιστά το δεύτερο μέρος του Διαλόγου κι η οποία χαρακτηρίζεται από τον Παρμενίδη ως ένα τεράστιο πέλαγος Λόγων και Πραγματειώδης Παιδιά (137a-b), η υπόθεση που εξετάζεται στην καταφατική και στην αποφατική μορφή της, ως προς τις συνέπειές της, τόσο προς το Υποκείμενό της, όσο και προς τα άλλα Πράγματα, είναι η Υπόθεση του Ενός. Με βάση τη Θεωρητική Προϋποτύπωση της Μεθόδου στο πρώτο μέρος, θα περιμέναμε 8 συνολικά Λογικές Συναγωγές ως εξής: Α. “Αν το Ένα είναι” (καταφατική υπόθεση), 1. τι προκύπτει για το Ένα σε σχέση με τον εαυτό του, 2. τι προκύπτει για το Ένα σε σχέση με τ’ άλλα, 3. τι προκύπτει για τ’ άλλα σε σχέση με τον εαυτό τους, 4. τι προκύπτει για τ’ άλλα σε σχέση με το Ένα.
Β. “Αν το Ένα δεν είναι” (Αποφατική Υπόθεση), 5. τι προκύπτει για το Ένα σε σχέση με τον εαυτό του, 6. τι προκύπτει γιά το Ένα σε σχέση με τ’ άλλα, 7. τι προκύπτει για τ’ άλλα σε σχέση με τον εαυτό τους & 8. τι προκύπτει για τ’ άλλα σε σχέση με το Ένα.
Αλλά, η Πραγματική Διαλεκτική Άσκηση περιλαμβάνει 9 αντί γιά 8 Λογικές Συναγωγές. Η πλεονάζουσα τρίτη (155e-157b) είναι η μόνη που αναφέρεται μ’ ένα τακτικό αριθμητικό (ἔτι δὲ τὸ τρίτον λέγωμεν) κι η μόνη που συνθέτει τ’ αντιφατικά συμπεράσματα των δύο προηγουμένων, μέσω της καινοφανούς έννοιας της αδιάστατης χρονικής στιγμής (τὸ ἐξαίφνης). Επιπροσθέτως, οι Λογικές Συναγωγές δεν διακρίνουν τις συνέπειες της Αρχικής Υπόθεσης με βάση τον περιορισμό που δηλώνεται με τη φράση “σε σχέση με …”, αλλά εξάγουν από κοινού συμπεράσματα για το Ένα (ή τ’ άλλα), σε σχέση με τον εαυτό του (ή τον εαυτό τους) και σε σχέση με τ’ άλλα (ή το Ένα).
Ο Παρμενίδης εξετάζει δύο φορές την κάθε Υπόθεση ως προς το Υποκείμενό της ή τα άλλα Πράγματα, με αποτέλεσμα, οι Λογικές Συναγωγές, εκτός της τρίτης, να μπορούν να ταξινομηθούν ανά ζεύγη: 1+2 (τι προκύπτει για το Ένα από την Υπόθεση “το Ένα είναι”), 3 (τι προκύπτει γιά το Ένα από την Υπόθεση “το Ένα είναι”, αν συνθέσουμε τα συμπεράσματα των Συναγωγών 1 και 2), 4+5 (τι προκύπτει γιά τ’ άλλα από την Υπόθεση “το Ένα είναι”), 6+7 (τι προκύπτει για το Ένα από την Υπόθεση “το Ένα δεν είναι”), 8+9 (τι προκύπτει για τ’ άλλα από την Υπόθεση “το Ένα δεν είναι”). Αυτή η ταξινόμηση δείχνει αφενός μεν την ιδιότυπη θέση που κατέχει η τρίτη Συναγωγή, αφετέρου δε τον περαστικό τρόπο με τον οποίο κινείται ο Παρμενίδης όταν διαδοχικά εξάγει από την ίδια Υπόθεση αντιφατικά συμπεράσματα για το ίδιο Αντικείμενο.
Ο Παρμενίδης θεματοποιεί το είδος των Λογικών κι Εννοιακών Ασκήσεων στις οποίες ο επίδοξος Πλατωνικός Φιλόσοφος οφείλει να εκγυμναστεί προτού κατορθώσει να συλλάβει το ουσιαστικό νόημα της Θεωρίας των Ιδεών. Οι δύο βασικές έννοιες είναι το Εν και το Ον. Λόγω της ανεξαίρετης καθολικότητάς τους, αυτές οι έννοιες, που αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση κάθε Σκέψης, καθίστανται εξαιρετικά προβληματικές αν θελήσει να τις συλλάβει κάποιος σε όλες τις λογικές διαστάσεις τους.
Ιστορική σημασία
Η ιστορική σημασία του Παρμενίδη υπήρξε τεράστια: κατά την Ύστερη Αρχαιότητα ο Διάλογος ερμηνεύτηκε Θεολογικά. Γιά να υπερσκελίσουν το Πρόβλημα της Αντίφασης που χαρακτηρίζει το δεύτερο μέρος του Διαλόγου, οι Νεοπλατωνικοί Φιλόσοφοι θεώρησαν ότι κάθε μιά από τις 9 Συναγωγές αναφέρεται σε μία διαφορετική Θεία Υπόσταση ή τα Παράγωγά της. Ο Πλωτίνος θεώρησε ότι οι τρεις πρώτες Συναγωγές αφορούν το Εν, τον Νου και την Ψυχή, αντιστοίχως. Στη Μεταπλωτινική Εποχή η σημασία του Παρμενίδη μεγιστοποιήθηκε. Ήταν κοινή η πεποίθηση ότι το δεύτερο μέρος του Διαλόγου περιλάμβανε το σύνολο της Θεολογικής Διδασκαλίας του Πλάτωνος. Από τα πολλά Υπομνήματα και Σχόλια γιά τον Παρμενίδη που γράφτηκαν από τον 3ο έως τον 6ο αιώνα σώζονται σήμερα εκείνα του Πρόκλου και του Δαμάσκιου.
Η Σχολή των Αθηνών (“Causarum Cognitio”) όπως την είδε ο Ραφαήλ
Βασίλειος Γκίκας. – Βιογραφικό Σημείωμα
Γεννήθηκε στον Δήμο Αθηναίων στις 6 Ιουνίου 1953. Έκανε Μέσες Σπουδές ως Μαθητής Γυμνασίου και αργότερα στα Λογιστικά και στα Τουριστικά. Μέσα σε 10 χρόνια, ως Λογιστής, έγινε Συμπράττων Σύμβουλος σε Ελληνική Κατασκευαστική Ανώνυμη Εταιρεία. Αμέσως μετά από τις δύο αυτές Μέσες Επαγγελματικές Σπουδές, απέκτησε, στις Η.Π.Α., Διδακτορικά στην Οικονομία, στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και στη Θεολογία. Από το 1988 ξεκίνησε η μεγάλη ανοδική του πορεία στο Μόντρεαλ του Καναδά, στο Ιάσιο της Ρουμανίας και σε έξι Πολιτείες των Η.Π.Α., στις Επιχειρήσεις, στην Πανεπιστημιακή του καριέρα, οπότε έφτασε το 2001 να γίνει Κοσμήτορας της Εκπαίδευσης, πρώτα στη Μινεσότα και ύστερα στην Πενσυλβάνια. Παράλληλα, από το 1984 ασχολείται και με την Πολιτική, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις Η.Π.Α.