Βασίλειος Γκίκας, Ακαδημαϊκός
Με ποιόν τρόπο επιδίωξε ο Πλάτων ν’ ανατρέψει το Μηχανιστικό Κοσμοείδωλο που εισηγούνται οι λεγόμενοι Σοφιστές; Για ν’ ανασκευαστεί η Πίστη ότι δεν υπάρχουν Θεοί, πρέπει καταρχήν ν’ αναζητηθεί η αφετηρία όλων των Αθεϊστικών Δοξασιών. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Πλάτων αναζητά το αρχικό σφάλμα από το οποίο προήλθαν όλες οι περί ανυπαρξίας των Θεών πεποιθήσεις: Νόμοι 890b3-c8, 890d1-8, 891c1-4 κι 891e1-3. Το εντοπίζει στην αντιστροφή της σειράς της Δημιουργίας από τους Φυσικούς Φιλοσόφους, οι οποίοι θεώρησαν ότι η Ψυχή είναι δημιούργημα της Φύσης κι όχι Αρχή η ίδια κάθε μορφής Γέννησης: Νόμοι, 891e4-7.
Πρόκειται περί σφάλματος, διότι στο Σύμπαν αυτό που έχει προτεραιότητα έναντι των Φυσικών Πραγμάτων είναι ο Νους, η Τέχνη κι ο Νόμος. Η Φύση και τα Φυσικά Σώματα είναι υστερόχρονα και προϊόντα του Νου και της Τέχνης: Νόμοι, 892b2-6.
Πώς όμως μπορεί να δειχθεί αυτή η προτεραιότητα της Ψυχής; Είναι κάτι τέτοιο εφικτό; Ο Πλάτων δηλώνει ότι θα χρησιμοποιήσει έναν ιδιαίτερο τρόπο της Διαλεκτικής Μεθόδου, κατά τον οποίο ο Αθηναίος Ξένος θ’ αυτοδιαλέγεται με Κριτές των απαντήσεών του τον Μέγιλλο και τον Κλεινία. Με απαράμιλλη ευρηματικότητα και δημιουργώντας ένα ανάλογο της Μεθοδολογίας που θ’ ακολουθήσει με τη χρήση φυσικών εικόνων, παρουσιάζει ο Πλάτων τη μέθοδο με την οποία θα προσπαθήσει να δείξει την προτεραιότητα που έχει η Ψυχή μέσα στον Κόσμο, στο απόσπασμα 892d-893a του βιβλίου Ι΄ των Νόμων.
Αυτός ο ιδιάζων τρόπος διαφοροποιεί την προσέγγισή του Πλάτωνα στο σημείο αυτό των Νόμων έναντι της μεθόδου που ακολουθεί στον Τίμαιο. Στον Τίμαιο, 34c, η κυριαρχικότητα της Ψυχής έναντι του Σώματος επισημαίνεται με τρόπο απλώς Αξιωματικό, ως κάτι το οποίο δεν αμφισβητείται, αλλά και δεν μπορεί να συμβαίνει αλλιώς.
Γνωρίζει ο Πλάτων ότι απέναντι σε απαιτητικούς Συζητητές, όπως οι αμφισβητίες των Θεών, αυτοί που έχει εισάγει στο Ι΄ των Νόμων, δεν πρόκειται να καμφθούν με Δογματική Έκθεση. Γι’ αυτό κι επιδόθηκε σε ισχυρούς πολύ καλά θεμελιωμένους Αποδεικτικούς Λόγους. Τίμαιος, σελ. 87 και σημ. 45. Νόμοι, 893b.
Το σύντομο προοίμιο που χρησιμοποιεί ο Πλάτων στη συνέχεια, καθώς ο Αθηναίος Ξένος αρχίζει ν’ αναπτύσσει τη Συλλογιστική του, σφραγίζεται με την παράκληση που απευθύνεται προς τους Θεούς, ώστε να ευοδώσουν την προσπάθεια γι’ απόδειξη της ύπαρξής τους. Νόμοι, 893b.
Το γεγονός ότι, παρά τις διαφορές που έχει ο Πλάτων με τους Ποιητές, τους προγενέστερους δημιουργούς των Θεογονιών κι ενδεχομένως και τον Όμηρο, διατηρεί στο ακέραιο την βαθιά ριζωμένη κοινή πεποίθηση ότι γιά να έλθει σε πέρας ένα έργο δύσκολο όσο, εν προκειμένω, η απόδειξη της ύπαρξης των Θεών, είναι απαραίτητη η παράκληση προς αυτούς, ώστε να συνδράμουν οι ίδιοι αυτό το έργο, το μοτίβο είναι το ίδιο, Νόμοι, 893b.
Πώς θεμελιώνει ο Αθηναίος Φιλόσοφος την πρωταρχικότητα της Ψυχής
Η προσφιλής στον Πλάτωνα διαλεκτική προσέγγιση του ζητήματος ξεκινά μ’ επίκεντρο την ανάλυση του Φαινομένου της Κίνησης. Διερευνώντας όλους τους πιθανούς τρόπους Κίνησης, διαπιστώνεται η ύπαρξη δέκα διαφορετικών μορφών Κίνησης. Οι πρώτες οχτώ βρίσκονται στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο, ενώ οι υπόλοιπες δύο είναι ποιοτικά εμπλουτισμένες κατά το ότι έχουν το κοινό χαρακτηριστικό της Μετάδοσης Κίνησης είτε σ’ εξωτερικούς Φορείς Κίνησης (ἡ μὲν ἕτερα δυναμένη κινεῖν κίνησις, ἑαυτὴν δὲ ἀδυνατοῦσα) είτε της Αυτοκίνησης (ἡ δὲ αὑτήν τ’ ἀεὶ καὶ ἕτερα δυναμένη).
Με το σύνολο αυτών των δέκα ειδών ο Πλάτων εξαντλεί όλες τις μορφές Κίνησης μέσα στο Σύμπαν. Το ότι πολλές από αυτές τις Κινήσεις εμπεριέχονται η μία μέσα στην άλλη, μας θυμίζει τις εικόνες εκείνες που αποτελούν λύσεις Μαθηματικών Εξισώσεων στη Σύγχρονη Επιστήμη, τα Fractals.
Η Κίνηση στο Σύμπαν αναλύεται στις εξής κατηγορίες: α) Περιστροφή, β) Μετατόπιση, γ) Διάκριση, δ) Σύγκριση, Αύξηση, στ) Φθίση, ζ) Γένεση, η) Φθορά, θ) ετερόνομη κίνηση, ι) αυτοκίνηση, (βλ. Κάλφας [1995], σελ. 88, σημ. 48).
Ο Γεωργούλης είναι αναλυτικότερος, όταν κωδικοποιεί περιγραφικά τα είδη της Κίνησης που αναπτύσσει ο Πλάτων στο 893b-894e ως εξής: α) Κυκλική Κίνηση μίας Περιφέρειας με σταθερό το κέντρο, β) Ευθύγραμμη Κίνηση, γ) Περικυλίνδηση, δ) Διασχιστική Κίνηση, ε) Συγκριτική – Ενωτική Κίνηση, στ) Κίνηση σημείου που σχηματίζει μονοδιάστατη ευθεία γραμμή, ζ) Κίνηση γραμμής που σχηματίζει δισδιάστατη επιφάνεια, η) Κίνηση επιφάνειας που σχηματίζει τρισδιάστατο Στερεό, θ) Κίνηση που κινεί κάτι άλλο, αλλά αδυνατεί να κινήσει τον εαυτό της & ι) Κίνηση που κινεί τον εαυτό της, Γεωργούλης, 1957, σελ. 145.
Από τις δέκα διαφορετικές Μορφές Κίνησης που εκθέτει ο Αθηναίος, η ουσιωδέστερη είναι η δέκατη, διότι από αυτήν προέρχονται όλες οι άλλες (ἀλλ’ ὅταν ἄρα αὐτὸ αὑτὸ κινῆ σαν ἕτερον ἀλλοιώσῃ, τὸ δ’ ἕτερον ἄλλο, καὶ οὕτω δὴ χίλια ἐπὶ μυρίοις γίγνηται τὰ κινηθέντα, μῶν ἀρχή τις αὐτῶν ἔσται τῆς κινήσεως ἁπάσης ἄλλη πλὴν ἡ τῆς αὐτῆς αὑτὴν κινησάσης μεταβολή; Νόμοι, 894e5-895a2).
Γιά να το δείξει αυτό ακολουθεί τον εξής Συλλογισμό: φαντάζεται το Σύμπαν σε μια αρχική κατάσταση απόλυτης ακινησίας, σύμφωνα προς τις αντιλήψεις παλαιών Σοφών. Σε αυτήν την κατάσταση η πρώτη κίνηση που θα υπάρξει είναι εκείνη που θα είναι σε θέση να κινήσει τον εαυτό της και κατόπιν θα θέσει σε λειτουργία και τα υπόλοιπα είδη Κίνησης, Νόμοι, 895b.
Τέτοιο είδος Κίνησης όμως εντοπίζεται μόνο στην Ψυχή, διότι η δυνατότητα κάποιου να κινεί τον εαυτό του συνεπάγεται την ύπαρξη Ζωής κι είναι ευρέως αποδεκτό ότι όπου υπάρχει Ζωή εκεί υπάρχει και μία Ψυχή. Επομένως, μία Ψυχή Ζώσα είναι Αυτοκινούμενη (ὧι δὴ ψυχὴ τοὔνομα, τίς τούτου λόγος; ἔχομεν ἄλλον πλὴν τὸν νυν δὴ ῥηθέντα, τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν; Νόμοι, 895e6-896a2).
Ο Πλάτων δεν δέχεται την ύπαρξη ενός αρχικού χρονικού σημείου ακινησίας των πάντων (Κάλφας, 1995, σελ. 89, σημ. 51). Στο 895a κάνει απλώς μιά υπόθεση: εἰ σταίη πως τὰ πάντα ὁμοῦ γενόμενα, διευκρινίζοντας ότι αυτό είναι η αφετηριακή αντίληψη των Υλιστών: καθά περοἱ πλεῖστοι τῶν τοιούτων τολμῶσι λέγειν.
Πρόκειται για την πάγια τακτική του Φιλοσόφου, όταν επιλέγει να χρησιμοποιήσει τη Διαλεκτική σε περιβάλλοντα ιδιαίτερα αυξημένων Αποδεικτικών Απαιτήσεων, όπως το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί στο Ι΄ βιβλίο των Νόμων, ν’ αφορμάται από τις αρχικές θέσεις των αντιπάλων. Αυτή η Μέθοδος είναι σαφώς απότοκος της Σωκρατικής Μαιευτικής.
Ο Σωκράτης, προκειμένου να βοηθήσει τους Συμπολίτες του να οδηγηθούν μόνοι τους στη Γνώση, ξεκινούσε τις Συζητήσεις από αυτό που ήταν γνωστό σ’ εκείνους και προχωρούσε βαθμηδόν, χωρίς να έχει κάποιο διαμορφωμένο συμπέρασμα a priori.
Αυτή η θεμελίωση της Ψυχής ως πρωταρχικής κι ως αιτίας της κάθε σωματικής μεταβολής (237 Κάλφας, 1995, σελ. 88) είναι παρούσα και στον Φαῖδρο.
Επιχειρηματολογώντας στον Φαῖδρο περί της Αθανασίας της Ψυχής κι εξηγώντας ότι δεν είναι ντροπή γιά κάποιον να θεωρήσει την Ψυχή ως την ουσία και τον λόγο που οτιδήποτε κινείται αφ’ εαυτού είναι αθάνατο, λέει ο Πλάτων το εξής: πᾶν γὰρ σῶμα, ᾧ μὲν ἔξωθεν τὸ κινεῖσθαι, ἄψυχον, ᾧ δὲ ἔνδοθεν αὐτῷ ἐξ αὑτοῦ, ἔμψυχον, ὡς ταύτης οὔσης φύσεως ψυχῆς, Φαῖδρος, 245e.
Στον Φαῖδρο το βάρος της απόδειξης εστιάζεται στην αιωνιότητα της Αυτοκινησίας που έχει η Ψυχή, μιάς και το επίκεντρο του ζητήματος είναι η αθανασία της. Το πολύ ενδιαφέρον σημείο αυτό της Αυτοκινησίας της Ψυχής, ως απόδειξης Αθανασίας, είναι τα επεξηγηματικά τα σχόλια του Βασίλη Κάλφα: η σειρά των Συλλογισμών είναι η ακόλουθη: αθάνατο είναι το αεικίνητο, ενώ αυτό που κινεί το άλλο και κινείται από άλλο, παῦλαν ἒχον κινήσεως, παῦλαν ἒχει ζωῆς. Μόνον δὴ τὸ αὑτὸ κινοῦν, ἂ τε οὐκ ἀπολεῖπον ἑαυτό οὐ ποτὲ λήγει κινούμενον, ἀλλά καὶ τοῖς ἂλλοις ὃσα κινεῖται τοῦ το πηγὴ καὶ ἀρχὴ κινήσεως (245cd).
Το σημαντικό είναι ότι η Αυτοκίνηση είναι η μόνη Αυτοδύναμη Κίνηση, αφού δεν εξαρτάται από άλλο αίτιο: η ουσία της Αυτοκίνησης είναι η Αυτοτέλειά της. Εξ’ αυτού προκύπτει ότι θα είναι αθάνατη και θα είναι η πηγή κι αρχή κάθε άλλης Κίνησης. Η Αυτοκίνηση ως αρχή είναι αγέννητη κι αφού είναι αγέννητη είναι άφθαρτη.
Διότι, δεν είναι δυνατόν ούτε να χαθεί ούτε να γεννηθεί, αλλιώς όλος ο ουρανός και όλο το γίγνεσθαι θα συμπέσει και θ’ ακινητοποιηθεί και δεν θα υπάρχει αφετηρία της Πρώτης Κίνησης και Γέννησης (245e), Κάλφας, 1995, σελ. 89, Νόμοι, 896e2-5.
Στ’ Ανθρώπινα Όντα η Ψυχή υπερτερεί έναντι του Σώματος, διότι αυτή είναι αιτία της Πρώτης Γέννησης και της Κίνησής τους κι όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης λειτουργίας, τα οποία θεωρούνται κινήσεις της Ψυχής, όπως η Σκέψη, η Βούληση, η Έγνοια κι η Μνήμη, προηγούνται οντολογικά έναντι των κινήσεων του Σώματος στον Χώρο, οι οποίες εκφράζονται με το μήκος, το πλάτος, το βάθος και τη δύναμη, Νόμοι, 896c6-d2. Ήδη, μέχρι εδώ, ο Πλάτων έχει δείξει ότι ο Κόσμος κυβερνάται από την Ψυχή, άρα δεν μπορεί να είναι προϊόν μιας αέναης ουδέτερης φυσικής διεργασίας. Η Πρωταρχικότητα της Ψυχής εδράζεται στο ότι είναι χρονικώς πρότερη ή στο ότι προηγείται αξιολογικά κ’ ιεραρχικά. Στο 895b, όπως σελ. 57, σημ. 105, φαίνεται ότι αυτές οι δυό απόψεις συγκλίνουν σ’ ένα Αξίωμα: η Ψυχή ως αρχή προηγείται κι είναι παλαιότερη πάντων.
Μεταφέροντας το εξαχθέν συμπέρασμά του ο Αθηναίος από τη Γη στον ουρανό, αφού κι εκεί υπάρχουν σώματα που βρίσκονται σε κίνηση, συμπεραίνει ότι και στον ουρανό υπάρχει Ψυχή η οποία ορίζει τις εκεί Κινήσεις. Προκύπτει το ερώτημα αν υπάρχει μια ή περισσότερες Ψυχές. Ο Πλάτων απαντά λέγοντας ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν λιγότερες από δύο Ψυχές, διότι η μια είναι η Ψυχή που δρα με Αρετή κι είναι ευεργετική, ενώ η άλλη επιτελεί έργα αντίθετα προς την πρώτη.
Το σημείο αυτό, όπου ο Πλάτων εισηγείται την ύπαρξη δεύτερης Ψυχής, η οποία πράττει έργα που βρίσκονται στον αντίποδα της Αρετής, έδωσε την αφορμή σε μεταγενέστερους Στοχαστές και πολλούς Μελετητές να θεωρήσουν ότι ο Αθηναίος Φιλόσοφος είχε επηρεαστεί από Ζωροαστρικές Παραδόσεις και τις Περσικές αντιλήψεις περί του Κακού.
Ο Πλούταρχος στο έργο του “Περί τῆς ἐν Τιμαίῳ ψυχογονίας” επισημαίνει ότι ο Πλάτων αναφέρεται στην ύπαρξη μιας άτακτα κι αόριστα Αυτοκινούμενης Κινητικής Αρχής, την οποία προσδιορίζει ως “ἀνάγκη” κι η οποία στο απόσπασμα των Νόμων της σημ. 112 παρουσιάζεται στον αντίποδα της ἀρίστης ψυχῆς.
Ερμηνείες όπως την ανωτέρω του Πλουτάρχου ή κι άλλων, όπως του Αττικού, που έζησε την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου, περί το 170 μ.Χ., έδωσαν αφορμή σ’ Ευρωπαίους Ερευνητές, όπως ο Zeller κι ο Jaeger, ν’ αποφανθούν υπέρ των Ζωροαστρικών επιδράσεων στον Πλάτωνα.
Αρκετοί είδαν στον Πλάτωνα μία θεωρητική θεμελίωση της Μανιχαϊστικής αντίληψης γιά το Ισοδύναμο ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, μέσω της ύπαρξης Κακής Ψυχής (πλούσια σχετική πληροφορία παρέχει ο Γεωργούλης, 1957], στην Εισαγωγή του στους Νόμους, σελ. 65).
Παρότι αυτό το καίριας σημασίας ζήτημα, προσφέρεται πάντοτε γιά ενδελεχή μελέτη κι ανάπτυξη κι έχει απασχολήσει τη Φιλοσοφία πολλάκις, πολύ συνοπτικά επισημαίνονται τα εξής: είναι μάλλον απίθανο να δέχεται ο Πλάτων την ύπαρξη του Κακού ως Ουσιώδους Αιτίας, ως μιας Αντικειμενικότητας που ευθύνεται για κάθε αντώνυμο της Αγαθοσύνης, της Αρμονίας, της Γέννησης, της Δικαιοσύνης, της Ομορφιάς, της Ομαλότητας και της Τάξης.
Μία τέτοιου είδους παραδοχή από μέρους του θα ερχόταν σε απόλυτη αντίφαση με όλα όσα θεμελιωδώς διατυπώνει στον Τίμαιο και στους Νόμους κι ειδικότερα στο Ι΄ βιβλίο. Ο Αγαθός Θεός Δημιουργός που δεν γνωρίζει Φθόνο, η Αρίστη Ψυχή, που υποδηλώνει τη μοναδικότητα της Αρχής στο επίπεδο της Δημιουργίας κι η Αυτοκίνηση, αρκούν για να δείξουν γιατί στο πλαίσιο αυτό της Πλατωνικής Θεωρίας δεν χωρά το Κακό ως Αιτία, ως Αρχή, Πράγματος τινός.
Δεν αμφισβητεί ο Αθηναίος Φιλόσοφος το γεγονός ότι το Κακό εκδηλώνεται στον Κόσμο: το θεωρεί ταυτόσημο της Φθίσης και της Φθοράς των Όντων. Εφαρμόζει αυτήν την Αρχή και σε κάθε επιμέρους Ουράνιο Σώμα, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη Θεών, όπου υπάρχει Ψυχή, που θέτει τα Όντα σε Αρμονική Κίνηση. Ο Πλάτων, λέγοντας αυτά, δικαιώνει τον Θαλή, ο οποίος είχε πει ότι τα πάντα είναι γεμάτα από Θεούς (Θεῶν εἶναι πλήρη πάντα).
Όμως, όλ’ αυτά δεν είναι ορατά από τα ανθρώπινα μάτια, διότι αυτά επαρκούν μόνον γιά να βλέπουν τα Σώματα. Οι Ψυχές που βρίσκονται μέσα σε αυτά είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτές μόνον από τον Νου. Στο σημείο αυτό (Νόμοι, 898de), προκειμένου να καταστήσει σαφή τη δυσχέρεια που ανακύπτει στην προσπάθεια να καταστεί γνωστή η Φύσις της Κίνησης του Νοός, ο Πλάτων επισημαίνει τη διάκριση ανάμεσα στο Σώμα και στην Ψυχή του Ηλίου και κατ’ επέκταση των λοιπών Πλανητών και των Ουρανίων Σωμάτων. Αυτή η διάκριση έχει συνέπειες και στη γνωστική δυνατότητα του Ανθρώπου.
Τα μάτια, καθώς είναι τα όργανα που υπηρετούν την αίσθηση της όρασης, δεν επαρκούν γιά να μπορέσει ο Άνθρωπος να δει την Ψυχή του Ηλίου. Αυτή βρίσκεται σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο στο οποίο παρέχει πρόσβαση μόνον ο Νους. Εάν το όμοιο γνωρίζεται κι έλκεται από το όμοιο, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Πλάτων δέχεται υπόρρητα ότι η Ψυχή κι ο Νους έχουν κάποια συγγένεια κι ομοιότητα.
Στον Τίμαιο ο Πλάτων αναπτύσσει μία Θεωρία γιά την όραση, θεμελιωμένη στον λειτουργικό ρόλο της ιδιότητας της Ομοιότητας: τῶν δὲ ὀργάνων πρῶτον μὲν φωσφόρα συνετεκτήναντο ὄμματα, τοιᾷδε ἐνδήσαντες αἰτίᾳ, τοῦ πυρὸς ὅσον τὸ μὲν κάειν οὐκ ἔσχε, τὸ δὲ παρέχειν φῶς ἥμερον, οἰκεῖον ἑκάστης ἡμέρας, σῶμα ἐμηχαν ήσαντο γίγνεσθαι. Τὸ γὰρ ἐντὸς ἡμῶν ἀδελφὸν ὂν τούτου πῦρ.
Η προτροπή (νῷ μόνῳ δὴ καὶ διανοήματι λάβωμεν αὐτοῦ πέρι τὸ τοιόνδε) είναι σε συνάφεια προς κάτι που έχει δηλωθεί προηγουμένως.
Στο 897de, καθώς ο Αθηναίος Ξένος αναγνωρίζει αυτή τη δυσκολία που υπάρχει στο ν’ απαντηθεί το ερώτημα ποια είναι η φύση της Κίνησης του Νου, επισημαίνει ότι τα αισθητά μάτια δεν μπορούν να δουν τον Νου. Διαπιστώνει παραβολικά και προκαταβολικά ότι είναι σαν να προσπαθούμε να κοιτάξουμε απευθείας τον Ήλιο, δημιουργώντας σκοτάδι γύρω μας, οπότε προτιμότερο να δούμε την εικόνα του πράγματος που ερευνούμε, παρά να κοιτάξουμε απευθείας προς αυτό.