Η περιορισμένη ικανότητα του κράτους και των διοικητικών μηχανισμών του, να ανταποκριθεί σε μια υγιή δημοσιονομική πολιτική ώστε να αντιμετωπίσει τις ανάγκες των πολιτών γίνεται όλο και πιο ορατή. Με φόντο την έλλειψη ρευστού στην αγορά, την συνεχόμενη αύξηση τιμών στα καταναλωτικά αγαθά και τους χαμηλούς δείκτες ανάπτυξης στην οικονομία, επιβεβαιώνεται για ακόμη μια φορά ο όρος κομματοκρατία και η παθογένειά της. Ο όρος αυτός εισήχθη ώστε να εκφράσει την εκάστοτε παθογένεια του πολιτικού συστήματος.
Κι εδώ είναι που φαίνεται η αδυναμία της βούλησης να προωθήσουν τον εκσυγχρονισμό για τη βελτίωση της διαβίωσης των πολιτών. Η έλλειψη πολιτικής βούλησης, προκύπτει από το γεγονός ότι το κόμμα ασκεί πολιτική για το ίδιο το κόμμα και όχι για τους πολίτες. Το βλέπουμε εξάλλου και στις περιόδους των εκλογών, όπου η λέξη βιοπορισμός είναι ανύπαρκτη με την έννοια μιας βαθύτερης πολιτικής στην κοινωνικής διαστρωμάτωση, έτσι ώστε η οικονομική πολιτική να λάβει υπόψη της, όλα τα επαγγέλματα ώστε να μπορέσει να γίνει μια τέτοια διόρθωση.
Βιοπορισμός είναι η εργασία και η συνακόλουθη εξασφάλιση της επιβίωσης και της ζωής. Μεταφορικά σημαίνει το ψωμί μου. Στην προκειμένη περίπτωση αν το προεκτείνουμε για τις ανάγκες του άρθρου τούτου, θα το λέγαμε και αλλιώς όπως «ψωμί για όλους».
Απεναντίας κάθε φορά που έχουμε εκλογές, έχουμε εξαγγελίες από μια σειρά υποσχέσεων και επιδομάτων που και αυτά ακόμη δίνονται στα τυφλά χωρίς ουσιαστικό πρόγραμμα. Κανένα κόμμα και καμία κυβέρνηση έως τώρα, δεν εξέτασε το θέμα του βιοπορίζεσθαι, διότι απλώς κάθε κυβέρνηση ασκεί μικροπολιτικές διαφόρου τύπου, όπου μπορούμε να πούμε ότι είναι υπεύθυνη για μια σειρά δυσλειτουργιών και αδιεξόδων που ζούμε τόσο στην πριν την Covid εποχή όσο και κατά την Covid εποχή, τώρα δηλαδή, όπου η κρίση εντείνεται και πάνω στο θέμα της Ενέργειας.
Αν δεν γίνει κατανοητή η έννοια βιοπορισμός του πολίτη, επειδή είναι ανύπαρκτη ως οικονομική πολιτική έως τώρα με πρόγραμμα και τομές όπου πρέπει να γίνουν, είναι κατανοητό ότι τίποτα δεν αλλάζει και αυτός είναι ο λόγος ότι τίποτα μετά από τόσες κυβερνήσεις δεν άλλαξε. Και πολύ συχνά ακούμε από το σοφό λαό, τη φράση, όλοι τα ίδια είναι.
Τα κοινωνικό αυτό πρόβλημα άλλοτε θα εντείνεται και άλλοτε θα μειώνεται, άλλοτε θα παίρνει χρώμα γαλάζιο, πορτοκαλί ή πράσινο ανάλογα με τις σημαιούλες που θα κουνάμε κατά την προεκλογική περίοδο με τις βασικές ανάγκες των νοικοκυριών να παραμένουν στα ίδια επίπεδα και το χειρότερο από όλα, να αποτελούν αυτές οι ανάγκες ή κοινωνικές επιταγές, η αδυναμία των πολιτών είτε συνταξιούχοι είναι αυτοί είτε υπάλληλοι του δημοσίου, ώστε να πατά πάνω η μικροπολιτική. Να τη βρίσκει ως σανίδα σωτηρίας για μερικές ψήφους.
Κι όπως έχει αποδειχθεί, σύμφωνα με έρευνες πάντοτε, εκεί κάνουν τα κόμματα τη διαφορά στην εξυπηρέτηση της ανάγκης και έχουμε τα ανάλογα ποσοστά κάθε φορά στις κάλπες. Εκεί κάνουν σε ένα μεγάλο μέρος και τη διαφορά ως κόμματα και ως κομματική πολιτική. Γιατί η αδυναμία πάνω στην ακρίβεια των αγαθών είναι σε πρώτη προτεραιότητα. Κι όποιος δεν θέλει να το δει αυτό εθελοτυφλεί.
Οι πρόσφατες έρευνες της “Opinion Poll” και της “Marc” αυτό έδειξαν ότι ένας στους δύο πολίτες αδυνατεί να αντιμετωπίσει το κύμα ακρίβειας και βρίσκεται πρώτο στην επιλογή ως πρόβλημα με δεύτερο βασικό πρόβλημα τον κορονοϊό. Τα δε πρόσφατα τιμολόγια της ΔΕΗ ήταν ο κορυφή στο παγόβουνο.
Εκείνο που συμπεραίνουμε είναι ότι η διαχείριση της κρίσης και της όποια κρίσης, γίνεται αδύνατη με τέτοιες τακτικές και αυτό καλό είναι να ληφθεί σοβαρά υπόψη αν θέλει κανείς να κάνει τη διαφορά, έστω και με την κομματική πολιτική του, διότι αυτό ίσως τον βγάλει και από την ουδετεροποίηση του. Ότι δηλαδή, βλέπω τα κοινωνικά προβλήματα που πρωτίστως είναι οικονομικά από κάποια απόσταση.
Η αποστασιοποίηση στο πρόβλημα του πρωτογενή τομέα φέρνει απεργίες κάθε χρόνο με τα τρακτέρ στους δρόμου, οι περικοπές και η αβεβαιότητα στον εργασιακό χώρο φέρνει κάθε τόσο το κλείσιμο των δρόμων στο κέντρο της Αθήνας από μια ομάδα ανθρώπων που θεωρούν ότι αδικούνται. Οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, στην εκπαίδευση και αλλού το ίδιο κάνουν και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό. Επομένως λείπει η μέριμνα του βιοπορισμού για κάθε κλάδο ξεχωριστά. Αλλά αυτά είναι ψηλά γράμματα για κάθε κεντρική εξουσία. Αν υπήρχε μέσα στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης η έννοια του βιοπορισμού, οι γενικές απεργίες δεν θα ήταν αλλεπάλληλες μπορεί κάπως ως κοινωνία να είχαμε ισορροπήσει.
Η άκρατη κομματικοποίηση, η διείσδυση κομμάτων σε όλους τους θεσμικούς χώρους και τομείς της κοινωνίας με τις μικροπολιτικές τους για την εξυπηρέτηση συμφερόντων είναι το καυτό πρόβλημα. Αγνοείται ο πολίτης και ο κάθε ένας που αποτελεί νέα δυναμική στην αγορά. Τον αποτρέπει στην ουσία με μια σειρά νόμους φορολογίας, ακόμη και από την ιδιωτική του πρωτοβουλία που είναι κάτι το υγιές.
Οι πελατειακές σχέσεις, είναι το φρένο για κάθε μεταρρύθμιση και αγγίζουν κάθε κοινωνική διαστρωμάτωση όχι μόνο τη μεσαία τάξη όπως πολλοί νομίζουν. Είναι τέτοια η παθογένειά τους που αρκεί και μόνο ένας νόμος υπέρ τρίτων μεσοζόντων κα φίλων για να καθηλώσει μια ολόκληρη οικονομία.
Στα νοικοκυριά υπάρχει ένα όριο, κι εφόσον δεν εξετάζεται το θέμα βελτίωσης για την άσκηση ουσιαστικής οικονομικής πολιτικής το όριο συνεχώς θα ξεπερνιέται. Αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη από τη κυβέρνηση γιατί μόνο φοροεισπρακτική πολιτική κάνει και η παρούσα και οι προηγούμενες και αυτό συνεχίζουν να το ονομάζουν ανάπτυξη.
Έχουμε την έκπτωση πολιτικών ιδεολογιών ιδιαίτερα από το 2008 από τα μνημόνια και μετά. Μια ουσιαστική μεταρρύθμιση είναι ανάγκη να έχει πρωτίστως τη μέριμνα για τον βιοπορισμό που είναι σχεδόν ανύπαρκτη και όλοι τη δικαιούνται. Είναι δικαίωμα αυτό δεν μπορεί κανείς να του το αφαιρέσει είναι μέσα στις δημοκρατικές διαδικασίες ενός πολιτεύματος και εκεί εντάσσεται.
Για να υπάρξει μια πολιτική με βάση τη βελτίωση και την μέριμνα στον βιοπορισμό των πολιτών, πρέπει να γίνει βαθιά τομή στο κοινωνικό αυτό πρόβλημα και μια σχετική «κάθαρση». Κάτι το οποίο προϋποθέτει και μια ηθικού τύπου πολιτικών τακτικών, με μια σειρά από ελεγκτικούς μηχανισμούς στο κράτος οι οποίοι μέχρι στιγμής λειτουργούν μόνο κατά περίπτωση.